Αναλαμβάνοντας καθήκοντα γιατρού τάγματος στα Γιάννενα (όταν υπηρετούσε τη θητεία του) ο Μάκης ο Σταθιάς (Δάγλας), εύρηκε εκεί δύο στρατιώτες, πολύ ξεχωριστού τύπου.
Ο ένας ήταν ο νοσοκόμος του. Τετραπέρατο λεβεντόπαιδο, που απ' την πρώτη στιγμή, έγινε το δεξί του χέρι. Ως που να πεις τρία, τον ενημέρωσε για οτιδήποτε αφορούσε το τάγμα τους κι εφρόντισε να τον κάνει, ποτέ να μη νοιώσει άβολα.
Ο άλλος ήταν ο Λαγός. Μεγάλης φαντασίας άνθρωπος, που επιδέξια τη χρησιμοποιούσε, μόνον για να κάνει “κοπάνα”.
Η αλλαγή γιατρού τάγματος φυσικά, δεν διέφυγε της προσοχής του. Αντίθετα την εύρηκε θεόσταλτη ευκαιρία για να κάνει “αρπαχτές” απ' το “καινούργιο γιατρουδάκι” κάποιες ημέρες, ελεύθερος υπηρεσίας.
Στο πρώτο ιατρείο που έκανε λοιπόν ο Μάκης, του κόπιασ' εκεί και τον εξέταζε, γι' αμέτρητους πόνους και διαταραχές, που ένοιωθε σ' ολόκληρο το σώμα του.
Απ' την αρχή της εξέτασης, ευρέθηκε σ' αμφιβολίες. Αν αλήθεια ήταν, τα όσ' αράδιαζ' ο Λαγός, θα έπρεπε να έχει εμπρός του, έναν άνθρωπο του θανατά. Αυτός όμως τον εύρισκε μια χαρά. Αυθόρμητα άρχισε να ξύνει το κεφάλι του και να ρωτάει τον εαυτό του:
Τώρα τι διάγνωση βγάζουνε;
Ο νοσοκόμος πίσω απ' τον Λαγό, έπιασε την αμηχανία του γιατρού του κι εγέλαε. Το είδ' ο Μάκης και με τα μάτια τον ερώτησε: Τι συμβαίνει; Στη νοηματική κι αυτός του έδωσε να καταλάβει, ότι έχει να κάνει με “κοπανατζή”.
Έτσι πες μου, είπε ο Μάκης μέσα του κι αλάφρωσε. Άνετος πλέον, εσυνέχισε
π α ι γ ν ί δ ι, σε δικό του όμως γήπεδο.
Με άκρως επαγγελματικό ύφος λοιπόν, του εγνώρισε τα ευρήματά του και εχαρακτήρισε την περίπτωσή του ελαφρά, αλλά έπρεπε να πάρει τα φάρμακα που τώρα μόλις τού 'δινε (το σπουδαιότερο ήταν κάποιο υποκατάστατο ασπιρίνης). Τον διαβεβαίωσε δε, πως πριν κ' αν τα τελειώσει, θα γίνόνταν απολύτως καλά κι ετοιμάστηκε να τον χαιρετήσει.
Αλλά αυτά, δε συγκινούσαν τον Λαγό. Απ' το έν' αυτί τά 'μπαζε κι απ' το άλλο τά 'βγαζε. Αλλού ήταν το κακό: Δεν “έκοβε” κίνηση απ' τον “καινούργιο” για να συμπληρωθεί εκείνο το θαυματουργό χαρτί, το ελεύθερος υπηρεσίας, που κλείνει το στόμα του επιλοχία και σ' απαλλάσσει απ' αγγαρείες και σκοπιές. Λες ρε να ψιλιάστηκε τίποτ' ο “καινούργιος”; διερωτώνταν. Κι εσυνέχιζε ξεροκαταπίνοντας: Κοίτα δυσκολίες φίλε μου που έχει η ζωή! Άξιζε και θα 'κανε όμως άλλη μιά προσπάθεια. Που ξέρεις; 'Ισως να τα κατάφερνε.
Βάζοντας λοιπόν τα δυνατά του, εστράβωσε όσο ημπορούσε περισσότερο το κορμί,
έβγαλε ένα βαθύ άααχ κι εγύρισε να φύγει, με ύφος απελπισμένο και περίλυπο.
Γελαστές εσυναντήθηκαν οι ματιές νοσοκόμου και γιατρού. Στη στιγμή όμως ο Μάκης επήρε το σοβαρό του και φώναξε πίσω τον Λαγό. Ά, που είσαι; Είδες, εξέχασα. Στη κατάσταση που ευρίσκεσαι, καλό είναι να σε βγάλω δύο ημέρες ελεύθερο ιατρού.
Αυτό έφερε στα συγκαλά του τον Λαγό, δεν εχαλάρωσε όμως. Αλλά όταν απομακρύνθηκε κάπως απ' το ιατρείο, με το χαρτί στο χέρι, εγελούσαν και οι πατούσες του. Στρίβοντας δε τη γωνία, εσυνέχισε τον δρόμο του, στητός και καμαρωτός. Ας ήταν καλά ο “καινούργιος”, εσκεύτονταν χαρούμενος.
Κάποια στιγμή που αραίωσε η δουλειά στο ιατρείο, ο νοσοκόμος εμίλησε στο γιατρό,
για το παρελθόν του αρχικοπάνα Λαγού. Κάθε τρεις και πέντε, εδώ θα τον έχομε του είπε. Έχω ακούσει τα όσα πριν σου αράδιασε, όχι λίγες φορές. Κοντεύω να τα μάθω απέξω. Εις το επανειδείν λοιπόν.
Ο Μάκης, περισσότερο εμονολόγησε, παρά απάντησε, γελώντας πάντα: Θα δούμε....
Όχι πολλές ημέρες αργότερα, να σου πάλι ο Λαγός, καμπουριασμένος και κατηφής,
σωστό μάτσο από χάλια, περιμένει τη σειρά του να εξεταστεί, στον προθάλαμο του ιατρείου. Τον είδ' ο νοσοκόμος, “ανοίγει η καρδιά του” και εύθυμα γνωρίζει στο Μάκη
τα δεξίματα που είχαν, χαμηλόφωνα λίγο, για να μην ακουστεί απέξω:
- Πολυκαιριά είχαμε να τον δούμε.
- Ποιόν;
- Ο φίλος μας ο Λαγός και τού 'δειξε με τα μάτια κι ένα κούνημα της κεφαλής τον προθάλαμο.
- Σώπα; είπ' ο Μάκης γελαστά. 'Επειτα: Άς είναι, φέρτον μέσα.
Την επομένη στιγμή, μπαίνει στο ιατρείο ο Λαγός, συνοδευόμενος από τον νοσοκόμο.
- Τυπικότατος, εχαιρέτησε τον γιατρό καθώς έπρεπε, όσο ζωηρά βέβαια επέτρεπε η “κατάστασή” του και σε στάση προσοχής επερίμενε. Χαλάρωσε, του είπ' ο Μάκης, είμαστε παλιοί γνώριμοι εμείς, Λαγό δε σε λένε;
- Μάλιστα γιατρέ μου.
- Πες μου τι σου συμβαίνει λοιπόν; Κουρασμένα κάπως και μ' ένα βάρος στη φωνή, άρχισε να εκθέτει ο Λαγός, τα όσα καινούργια κακά τον βρίκανε, χώρια τα παλιά, που ακόμη δε του πέρασαν.
Τον άκουσ' ο Μάκης προσεκτικά κι αφού τελείωσε, εσκεύθηκε: Άν άρρωστος είναι, όσο και την προηγούμενη φορά, τότε από φαντασία σκίζει ο φαντάρος μας. Επειδή όμως δε του άρεσε να προτρέχει, είπε στό Λαγό: Ενδιαφέρουσα η περίπτωσή σου. 'Ελα να σου ρίξω μια ματιά.
Τον εξέτασε σχολαστικά, τίποτε δε του βρήκε, (όχι πως είχε και τίποτε για να του το βρει) του έδωσε άλλα πιό “ισχυρά” φάρμακα αυτή τη φορά (μια απ' τα ίδια ήτανε, μ' άλλο όνομα), τον έβγαλε πάλι δυό μέρες ελεύθερο υπηρεσίας και κοιτάζοντάς τον επίμονα στα μάτια, του είπε, τονίζοντας τις λέξεις του:
Είμαι σίγουρος Λαγέ, πως με τα καινούργια φάρμακα που σου δίνω, θα γίνεις τελείως καλά. Πρόσεχε όμως κι απόφυγε τις συχνές επισκέψεις σου εδώ, γιατί αν και τώρα καλά δε γίνεις, την άλλη φορά, θ' αναγκαστώ ν' ακολουθήσω μία δραστική, πολύ δραστική θεραπεία.
Τ' άκουσ' αυτά ο Λαγός, αλλά δε θέλησε να καταλάβει πως οι καιροί αλλάξανε. Αντίθετα, μέσα του εγέλαε. Τι δραστικές και ξεδραστικές θεραπείες τ' αράδιαζ' ο “καινούργιος”. Τις δυό μέρες ελεύθερος υπηρεσίας ήθελ' αυτός. Όσο για τα φάρμακά του, υπήρχε και σκουπιδοντενενεκές, εσκεύθηκε, πνίγοντας ένα χαμόγελο.
Ανεξάρτητα όμως από το ποιές ήταν οι σκέψεις του Λαγού, επειδή ο γιατρός μας, δεν ήταν και τόσο σίγουρος ότι οι νουθεσίες του έπιασαν τόπο, για καλό και για κακό, εδασκάλεψε τον νοσοκόμο, να λάβει τα μέτρα του .... Έτσι στην επανεμφάνιση του Λαγού (δε τους άργησε και πολύ), η υποδοχή ήταν οργανωμένη. Όσο για την εξέταση που ακολούθησε, έδειξε πως είχαν, μια απ' τα ίδια περίπτωση, ή για την ακρίβεια σχεδόν μία απ' τα ίδια, γιατί ο “καινούργιος” εντόπιζε κάποια “έξαρση” στην παλιά διαταραχή του πεπτικού συστήματος και ενημέρωσε σχετικά τον ασθενή του. Δεν υπήρχε όμως λόγος ν' ανησυχεί. Θα γίνονταν σίγουρα καλά, με τον υποκλυσμό που θα του έκαναν ευθύς αμέσως και έναν “ειδικό” που θα επαναλαμβάνονταν το βραδάκι. Ο νοσοκόμος του θα εφρόντιζε για τα σχετικά.
Διαμαρτυρίες κι αντιρρήσεις του Λαγού, έντονες κάποια στιγμή, προς αποφυγή ή έστω αναβολή της “θεραπείας”, απορρίφθηκαν χωρίς συζήτηση απ' τον γιατρό. Δε θ' άφιν' αβοήθητο τον ασθενή του! Κατηγορηματικός κι απόλυτος λοιπόν, έδωσε εντολή στο νοσοκόμο να προχωρήσει.... Έπειτα γυρίζοντας στο Λαγό, του λέει σοβαρότατος κι όλο απορία:
Μπα σε καλό σου, δε σε αναγνωρίζω με τις φοβίες και ανησυχίες που μου παρουσιάζεσαι σήμερα. Φαντάρος και μου φοβάσαι τον υποκλυσμό; Ακολούθα τον νοσοκόμο σε παρακαλώ και να μην ακούσω άλλη κουβέντα. Αυτά προστάζει η ιατρική κι αυτά θα γίνουν.
Άκουσε τ' αναπάντεχα ο Λαγός κι εμούδιασε, κατόπιν όλο πίκρα εσυλλογίσθηκε:
Κοίτα φίλε μου τι σου κατασκευάζει “καινούργιος” και ιατρική! Παράξενο ζευγάρι....
Ποιός ξέρει τι άλλο είχαν να δουν τα μάτια του;
Και πράγματι είχαν να δουν. Εκείνος ο ζαβολιάρης ο νοσοκόμος, που πήγαινε γυρεύοντας για πειράγματα κι αστεία και ήξερε να κάνει “τα μικρά μεγάλα”, εγκρίνοντας και με ευχαρίστηση επαυξάνοντας τις οδηγίες του γιατρού του, εφρόντισε ώστε τα σύνεργα υποκλυσμού να μοιάζουν, όσο πιο ογκώδη και φανταχτερά ήταν δυνατόν. Έτσι, σαν ήρθε η ώρα.... και ο Λαγός τ' αντίκρισε, πίστεψε ότι θ' αδειάσει ο Νιαγάρας μέσα του και γεμάτος μεταμέλεια, έβαλε τα δυνατά του, μήπως και αποτρέψει το κ α κ ό, γιατί μεταξύ μας, φοβόνταν τον υποκλυσμό. Όμως τ' αυτιά του νοσοκόμου, που τόσο, μα τόσο θερμά επαρακάλαγε, να συναινέσει για να μη γευθεί το πικρό ετούτο ποτήρι, παράμεναν θεόκλειστα. Τ σ ι ρ ά κ ι βλέπεις του καινούργιου (τίτλο πού μόλις του απένυμε ο Λαγός) και ύφος, Θεέ μου ύφος, δήμιος σκέτος του έμοιαζε, ανελέητος επροχώρησε “επί το έργον”... Κι ενώ η επιχείρηση .... ευρίσκονταν σ' εξέλιξη, εσκεύτονταν όλος οργή:
Με πόση ευχαρίστηση θ' απέδιδε τα ίδια, σ' ετούτο το παλιόπαιδο, αν έπεφτε στο δρόμο του!
Επειδή όμως στις εκδικήσεις του, εχώραγε αναβολή, εκοίταξε να βολέψει, ανάγκες που ένοιωσε νά 'ρχωνται και μάλιστα φουριόζες.... Έπειτα, σα βρεγμένο κοτόπουλο, εκούρνιασε στο θάλαμο, που ήταν κοντά τα μπάνια....
Η ιδιαιτερότητα όμως της περίπτωσής του (που τον έχανες, πού τον εύρισκες, στο μπάνιο), έδωσε αφορμή στη φανταρία να τον αρχίσει στο δούλεμα.
Απ' όσα πειράγματ' άκουσε, κακόγουστα τα πιο πολλά, εξεχώρισε ένα, εκείνο το: “Λαγέ, όποιος δεν έχει μυαλό, έχει ποδάρια”, που ένας απολυόμενος του πέταξε. Αφού το δούλεψε λίγο με τον νου του, βάλθηκε ν' αναρωτιέται: Ρε, μήπως τραβάω ότι τραβάω, απ' το κακό μου το κεφάλι; Γιατί βάζοντας τα πράγματα κάτω και σε δικό του στιλ δικάζοντας, εύρισκε ότι ο “καινούργιος”, του είχε εξηγηθεί “σπαθί”. Αυτός ο εξυπνάκιας, θα έριχνε “την δραστικήν θεραπείαν του” στο σκουπιδοντενεκέ. Έλα όμως που δε “μάσησε” ο καινούργιος. Και ντροπιασμένος, κατέληγε στο συμπέρασμα: Τά 'θελε ο κ.... μου και τά 'παθε.
Επειδή όμως ο Μάκης ήθελε να τελειώνει μ' αυτό που ξεκίνησε, μόλις επήρε είδηση ότι ο Λαγός συνήρθε ..., “διαταγήν αυστηράν” έδωσε: Να παρουσιασθεί πάραυτα εις το ιατρείον.
Τ' άκουσ'ο Λαγός και τον ζώσανε τα φίδια. Μια όμως και εκλογή δεν είχε, επαρουσιάσθηκε στον “καινούργιο”, σε κατάσταση ημικατάρρευσης (πάλι μεταξύ μας, έπαιζε και λίγο θέατρο, γιατί ως γνωστόν, η παλιά τέχνη, εύκολα δεν ξεχνιέται).
- Πώς πάμε; τον ρώτησ' ο Μάκης εύθυμα.
- Πώς να πάμε γιατρέ μου ...., του απάντησε ξέπνοα ο Λαγός, κι ετοιμάστηκε να συνεχίσει με το βαρύ το “δράμα” του.
- Όοοπ, τον έκοψ' ο Μάκης, σηκώνοντας το ένα χέρι ψηλά, κάτι σαν τροχονόμος.
Κομμέν' αυτά. Ζωηρό σε θέλω και μη μου φοβάσαι τίποτα. Ζωντάνια και έσφιξε τη γροθιά ψηλά. Με τον ε ι δ ι κ ό που θ' ακολουθήσει το βράδυ, θα γίνεις περδίκι. Και μεγαλόφωνα εζήτησ' απ' τον νοσοκόμο, να ετοιμάσει τ' απαραίτητα.
Άκουσα καλά; διερωτήθηκ' ο Λαγός. Και τώρα τι κάνουνε;
Αποκαμωμένο και με κινήσεις ανθρώπου που δε τον κρατάνε τα πόδια του, τον είδ' ο Μάκης να βολεύει το κορμί του, ή καλλίτερα να ριπίζεται* σε μια καρέκλα. Έπειτα να του λέγει σιγανά:
- Γιατρέ μου....
- Ναι Λαγέ.
- ......
- Ναι Λαγέ, λέγε μου.
- Γιατρέ μου ... ξέρεις ...
- Τι Λαγέ;
Μου φαίνεται πως η ώρα της αλήθειας έφθασε, εσκεύθηκε ο Μάκης.
- Γιατρέ μου .... μιά ...
- Τι μια Λαγέ;
- Καταλαβαίνεις ... μια πλάκα έκανα .... για το διήμερο, εσυνέχισε με τα μάτια χαμηλά
και λίγο ντροπιασμένος, καταλαβαίνεις .... Σέεε παρακαλώ, εσυνέχισε με συντριβήν καρδίας που λένε και οι ιεροκήρυκες, ας μη προχωρήσουμε στον “ειδικό” (εκεί ήταν ο πόνος). Δεν έχω τίποτα.
- Εγώ καταλαβαίνω Λαγέ και κατανόηση όλοι σου δείξαμε. Εσύ δε καταλαβαίνεις, ότι κι εμείς πλάκα κάνουμε.
- Γιατρέ μου ....
- Όπως τ' ακούς Λαγέ, πλάκα.
- Και δε θα γίνει ο “ειδικός”; είπε συμπερασματικά, αναμένοντας όμως μ' αγωνία, την επιβεβαίωση της χαρμόσυνης είδησης.
- Όχι, θα τον ακυρώσω. Και συνέχισε, δίνοντας επίτηδες επισημότητα στη φωνή του:
Πρόσεξε όμως, η επανεμφάνισή σου εδώ με κουτοπονηριές, θα σημάνει την αρχή μιάς άλλης, πολύ ξεχωριστής θεραπείας. (Θεέ μου τι ακούουν τ' αυτιά μου, είπε μέσα του ο Λαγός κι ασυναίσθητα έφερε τα δυό χέρια στον πισινό του προστατευτικά). Γι' αυτό εσυνέχισε ο Μάκης πιό σταράτα τώρα (με μάτια που γελούσαν απ' την αυθόρμητη κίνηση του Λαγού), καλό θα ήταν να καταλαβαινόμαστε. Όποτε με χρειασθείς, έλα να με δείς. Θα είμ' εδώ, έτοιμος να σε βοηθήσω, αφού όμως εξηγηθείς στα ίσια, σπαθί όπως σου αρέσει να το λες.Τέρμα τα κόλπα σου λοιπόν, αν θέλεις να γίνουμε φίλοι.
- Τέρμα γιατρέ μου.
Αυτό ήταν. Τό 'πε και τό 'κανε ο Λαγός.
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
Ριπίζομαι Χύνομαι.
Comments