Κάποτε ο Δάς (Βησσαρίων Πέτρου Πάλμος) αφού συμπλήρωσε τα απαραίτητα χρόνια θαλάσσιας υπηρεσίας, εσταμάτησε να κάνει συγκοινωνία με καΐκι του, το Π/Κ Άγιος Γεώργιος* ανάμεσα στο Βαθύ και την Λευκάδα και επήρε σύνταξη από το ΝΑΤ.
Για να κυλάει πιο ευχάριστα ο καιρός του ως συνταξιούχος, εφοδιάσθηκε με μια βαρκούλα, την άραξε στο Αμπελάκι, έβαλε κι ένα παλαμιδόδιχτο μέσα και όποτε του κάπνιζε το έριχνε. Προσδοκία και επιθυμία του ήτανε, να πιάσει ένα, έστω δύο παλαμίδια για φαγητό. Αν έπιανε και κάνα δυό ακόμη παραπάνω, τα έδινε, παλαμίδια αυτός δεν πούλαγε.
Μια μέρα όμως, τό 'φερε ο διάουλος και ένα ολόκληρο μπουλούκι παλαμίδια, ίσως φοβηθήκανε από κάτι κι έπεσαν όλα μαζεμένα πάνω στο δίχτυ του που το είχε ρίξει κάπου τριγύρω στο Αμπελάκι. Δεν έμεινε μάτι απ’ το παλαμιδόδιχτο, στο οποίο να μην έχει χωθεί μέσα μούρη από παλαμίδι.
Όπως ήταν επόμενο, στιγμές αργότερα που σκοτώθηκαν τα παλαμίδια, καθώς χτυπιόνταν μαγιαρισμένα πάνω στο δίχτυ, εβούλιαξαν και πήγαν μαζί με το δίχτυ στον πάτο.
Πάει κάποια στιγμή ο καλός σου ο Δάς να σηκώσει το δίχτυ, τραβάει μερικές οργιές και κατόπιν μανίκια. Το δίχτυ σηκωμό δεν είχε. Προσέχει λίγο και τι να δει, βιός τα παλαμίδια καρφωμένα και μαγιαρισμένα επάνω στο δίχτυ.
Τότε τον έπιασε το καλό του Θεού και τον ακούνε ν' αναφωνεί:
Ορέ κερατά Θεέ, εγώ τό 'ριξα για να πιάσω ένα, έστω δύο για να φάω, θέλεις να σου τα κάνω πέντε για να δώσω και κανένα; εντάξει πέντε.
Αλλά εσύ, ούλα τα παλαμίδια που υπάρχανε στη θάλασσα, τά 'ριξες απά σ' αυτό το δίχτυ!
Και τώρα ποιός διάουλος το σκώνει και ποιος το ξεψαρίζει ορέ κερατά;
Σε λίγο συνεχίζει διαουλεμένος:
Μπάαα, εδώ δα θα ντ' αφήκω κι ας βρομήσει ούλη η θάλασσα, που να πάρει ο διάουλος ότι υπάρχει και δεν υπάρχει. Ούτε διάουλος δε ντο ξεψαρίζει. Έδε δω θα ντ’ αφήκω.
Ευτυχώς και υπήρχε κόσμος περαστικός, που άκουσε τους μονόλογους του Δα και σε λίγο το νέο μαθεύτηκε στο Βαθύ.
Αφού γέλασαν όσοι άκουσαν για την πεσκάδα του Δα και για το συλλείτουργό του,
οργάνωσαν ομάδα βοηθείας. Πρωτοστάτης ήτανε ο Ίππαρχο του Κωτσία του Αυγερινού. Με σύνθημα «πάμε για να ξεψαρίσουμε τον Δα» έφυγαν από το Βαθύ για το Αμπελάκι.
Επαγγελματίες ψαράδες καθώς ήταν οι περισσότεροι, δεν τους πήρε χρόνο να σηκώσουν και να ξεψαρίσουν το δίχτυ. Εγύρισαν στο Βαθύ κρατώντας από τις ουρές όσα παλαμίδια ημπορούσε ο καθένας.
* Το καλλιτεχνικό όνομα του καϊκιού ήτανε Σωτήρχαινας. Του το έβγαλε ο Χαλκαδάκιας (Νικόλαος Δάγλας Κωλέτσης) που κάποτε ήταν πλήρωμά του. Προέρχονταν από τον λήσταρχο Σωτήρχαινα. Τώρα το γιατί του έδωσε αυτό το όνομα, μόνον εκείνος το ήξερε.
Comentários