Την ιστοριούλα που ακολουθεί, την άκουσα το 1960 στο πρώτο μου καράβι, το φορτηγό S.S. SEA ISLE της εταιρείας Νεγρεπόντη – Σταθάτου, από τον καπετάνιο μας τον Μήτσο τον Μανωλάτο από το Βαθύ της Ιθάκης, καθώς επίσης και από τον λοστρόμο* μας τον Ντίνο τον Γλυκύ (Τιμολέων) από τον Κάλαμο Λευκάδας και έναν ναύτη μας ακόμη. Συνέβη, ενώ συνυπηρετούσαν και οι τρεις, από τις ίδιες θέσεις, στο SS NORA, της ίδιας εταιρείας. Κάποια δικά μου σχόλια, δεν αλλάζουν σε τίποτε τα γεγονότα ή την ατμόσφαιρα του καραβιού στο οποίο αναφέρονται.
Χειμώνας του 1952 (περίπου), το αμερικανικό λίμπερτυ* SS NORA, με καπετάνιο τον καπτά Μήτσο, αναχώρησε χειμωνιάτικα, από λιμάνι της ανατολικής Αμερικής, φορτωμένο κάρβουνο για Ιαπωνία. Ενδιάμεσα προσέγγισαν στο Λος Άντζελες, να συμπλήρωσαν καύσιμα, τρόφιμα και ότι άλλα εφόδια χρειάζονταν. Οι ποσότητες που είχαν εντολή να πάρουν, θα τους έφταναν κάτω από συνηθισμένες συνθήκες, να επιστρέψουν στην Αμερική με ασφάλεια. Το έκανε η εταιρεία αυτό, επειδή τα είδη που αναφέραμε, ήταν δυσεύρετα και ακριβά στην τότε Ιαπωνία, που γιάτρευε ακόμη πληγές από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο (ΒΠΠ).
Μετά τους εφοδιασμούς, αναχώρησαν για «λιμάνι της Ιαπωνίας, νοτίως της Γιοκοχάμα», όπως έλεγε το ναυλοσύμφωνο, ακολουθώντας πλεύση λοξοδρομική* (αυτό για τους ανθρώπους του επαγγέλματος που ίσως αναρωτηθούν), έχοντας το καράβι τους καλοφροντισμένο και πανέτοιμο για κακοκαιρία. Μερίμνησε για τούτο ο σχολαστικός του Υποπλοίαρχος (ήταν Γερμανός* που η λήξη του ΒΠΠ τον είχε βρει να υπηρετεί ως Ύπαρχος* σε Γερμανικό υποβρύχιο), κι ο πολύπειρος λοστρόμος του, ο μπάρμπα Ντίνος , όπως και το ικανότατο πλήρωμά του.
Δε πρόλαβαν που λέει ο λόγος να βγουν απ’ το λιμάνι, που ουρανός και θάλασσα άρχισαν να δείχνουν διαθέσεις άσχημες. Το βαρόμετρο πήρε τον κατήφορο, το καράβι να σκαμπανεβάζει* όλο και πιο ζωηρά σ’ ένα ψηλό και κοφτό αποθάλασσο* απ’ τα βορειοδυτικά, τα σύννεφα να τρέχουν βιαστικά παίζοντας παιγνίδι - σε κρύβω δε σε κρύβω - με τον ήλιο και κάποια απλά φυσήματα του ανέμου αρχικά, να γίνονται σπιλιάδες* βίαιες σε λιγάκι και θύελλα απερίγραπτης έντασης αργότερα. Το σφύριγμα του αέρα στα κατάρτια και τα ξάρτια* τους, στα ποδάρια* των μπιγών*, στα κάγκελα και όλες τις υπερκατασκευές του καραβιού, έγινε τόσο δυνατό και άγριο, τόσο βάρβαρο, με τόσο θρηνητικές κι απόκοσμες εναλλαγές, που σ’ έκανε ν’ αναρωτιέσαι, ιδίως τις ατέλειωτες και κατασκότεινες νύχτες που ακολούθησαν, μήπως και παρακολουθείς συναυλία κάποιου κόσμου άγνωστου κι αποκρουστικού, μήπως φτάνουν στ’ αυτιά σου ήχοι φευγάτοι απ’ την κόλαση.
Και η θάλασσα, πάντα υπάκουη στον άνεμο, άρχισε να φκιάνει κυματάκια μ’ άσπρες κορφούλες αρχικά, κύματα μεγάλα κι αφρισμένα έπειτα, κύματα ολόρθα και θεόρατα, με διαθέσεις Χάρου υστερότερα.
Αναπόφευκτα, το καράβι με την ίδια σειρά, άρχισε να λικνίζεται σ’ αυτά ήπια κατ’ αρχήν και άγρια κατόπιν να χορεύει, ταλαντευόμενο και τριζοβολώντας σύγκορμο, στην μουσική και τον ρυθμό, ενός χορού ζωής - θανάτου, που Αίολος και Ποσειδώνας μαζί, το είχαν καταναγκάσει να χορέψει. Φιγούρες του, οι άγριες, σχεδόν κάθετες βουτιές που το υποχρέωναν ασταμάτητα να δίνει, απ’ των κυμάτων τις κορφές, στα ριζά άλλων θεόρατων που ακολουθούσαν και ίδια θεριά ανήμερα το καβαλίκευαν στιγμές αργότερα, προσπαθώντας να ξεθεμελιώσουν και να συμπαρασύρουν στον ωκεανό, οτιδήποτε εξείχε πάνω απ’ το κατάστρωμα. Πρώτος στόχος τους, τ’ αμπάρια με τις μπουκαπόρτες και τους μουσαμάδες τους, αχίλλειος πτέρνα κάθε φορτηγού και μόνιμη έγνοια κάθε έμπειρου ναυτικού. Παρηγοριά τους στην περίπτωσή μας, η σωστή δουλειά που έκαναν πριν φύγουν απ’ το λιμάνι, ο τρόπος που τα σιγούρεψαν και η ελπίδα, πάντα η ελπίδα και ποτέ η σιγουριά, ότι θ’ αντέξουν. Στόχος τους δεύτερος το ίδιο το καράβι, που το έκαναν να τραντάζεται συθέμελα και να βεργολυγάει πάνω - κάτω, μετά από κάθε βουτιά, σα χέρι Ινδής χορεύτριας.
Ο καπετάνιος, «κατασκηνωμένος» απ’ την αρχή της κακοκαιρίας στη γέφυρα, άυπνος, «ακούραστος» κι αγόγγυστος, δέχονταν εκεί την κάθε πληροφορία για το καράβι ή τον καιρό, όπου ψύχραιμα μα και συνετά την αξιολογούσε. Κατόπιν χωρίς μεμψιμοιρίες, μα ούτε ζόρια και παλικαριές, αποφάσιζε για τις επόμενες ενέργειες. Δεν έτρεφε όμως αυταπάτες, ήξερε ότι τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα, μα και εναλλακτικές λύσεις δεν είχε. Έπρεπε ν’ αρμενίσει τον καιρό, με το καράβι που είχε, την NORA του. Και τον αρμένιζε. Στόχος του, η σωτηρία της και μαζί η δική τους. Ότι άλλο, έρχονταν δεύτερο. Διπλή φροντίδα του, η καρδιά του καραβιού, η μηχανή του. Αυξομείωνε τις στροφές της με τις περιστάσεις ανάλογα και ποτέ δε της ζήτησε περισσότερα, απ’ αυτά που θα ημπορούσε με σιγουριά να σειστούν καιρό τον κρατούσε στη δεξιά μάσκα* του καραβιού. Λένε, πως τούτο στην κακοκαιριά, στα βόρεια πλάτη, ωφελεί κάπου…. Στη χάση και στη γέμιση που λένε, το κατάφερναν, γιατί το καράβι κακοκυβέρναγε, ή καλλίτερα δεν κυβέρναγε και μόνον όποτε το κύμα μαλάκωνε, ατυχώς μόνον για ν’ ανακτήσει δυνάμεις, υπάκουε στο τιμόνι του. Συνεπώς δεν προχωρούσε προς τα εμπρός, απλώς προς τα κάπου ξέπεφτε. Τώρα προς τα πού και πόσο, ήταν αδύνατο να πουν, διότι μία χαμηλή μέχρι ασφυξίας νέφωση, που ώρες ώρες ακουμπούσε στα κατάρτια, είχε κρύψει για τα καλά ήλιο κι αστέρια πίσω της, αποκλείοντας την όποια αστρονομική παρατήρηση, ώστε να βρουν που είναι. Ευτυχώς, η απεραντοσύνη του ωκεανού, τους έδινε την πολυτέλεια να μην ανησυχούνε και γι’ αυτό. Χιλιάδες μίλια γύρω τους, δε παραμόνευαν πουθενά ξέρες.
Κάτω από τέτοιες συνθήκες, το καράβι αποκτά φωνή, φωνή αποκαμωμένου γονιού, που μέσα σ’ αμέτρητα τριζοβολητά, ταλαντώσεις και κοπώσεις ανυπολόγιστης δύναμης, που τείνουν να στρεβλώσουν και να σχίσουν το κορμί του, δηλώνει πονεμένα, με την δική του γλώσσα, στα παιδιά του, το πλήρωμα. Παιδιά μου πρέπει να σας το εξομολογηθώ, οι αντοχές μου φθάνουν στο τέλος τους. Μην παραξενευθείτε, όταν σε λίγο ακούσετε τα δυναμάρια μου να σπάζουν σα γυαλί, όταν δείτε τις λαμαρίνες μου να σχίζονται σα χασέδες… Γι’ αυτό, ότι περισσότερο περνάει απ’ το χέρι σας, κάντετο ν’ ανακουφιστώ, μη φύγω και σας πάρω μαζί μου στο δρόμο τον αγύριστο.
Ο καπετάνιος πρώτος, μα κι όλο το πλήρωμα, ανάλογα της πείρας του ο καθένας φυσικά, έπαιρναν τα μηνύματα του καραβιού ανήσυχοι, γιατί καλά ήξεραν, πως τα όσα ήταν δυνατόν να κάνουν, τα είχαν ήδη καλά καμωμένα. Αυθόρμητα λοιπόν έφθανε στο στόμα τους, το αιώνια στερεότυπο ερώτημα, που φτάνει άλλωστε και στο στόμα του απανταχού ναυτικού σε παρόμοιες περιστάσεις: και τώρα τι περισσότερο κάνομε;
Αντί γι’ απάντηση τότε ο ναυτικός, (όμοια και ο δικός μας εν προκειμένω), συγκεντρώνεται στον εαυτό του και με πόνο ψυχής συνειδητοποιεί στο έπακρο, πόσο μικρός είναι μπροστά στη φύση και πόσο αδύνατος για να σταθεί εμπόδιο στις όποιες ορέξεις της. Μη δυνάμενος να κάνει κάτι άλλο, πρώτα ζητάει βοήθεια από δυνάμεις ανώτερες. Αίτημά του, παράκλησή του θερμή, ν΄ αντέξει το καράβι, ύστερα, να βελτιωθεί ο καιρός. Κατόπιν, περιμένει όσο πιο καρτερικά ημπορεί… Θυμάται όμως κι ότι είναι ναυτικός, συνεπώς και το κλασικό «και χείρα κίνει» και το κινεί, αλλά…. Είναι απελπιστικό όταν το όλο είναι του συμπεραίνει, πως αυτό που ημπορεί να κάνει, είναι από ελάχιστο, έως και τίποτα.
Όταν όμως, η τόσο ποθητή βελτίωση του καιρού, για να ημερέψει η θάλασσα δεν έρχεται, εναποθέτει τις ελπίδες του στις ικανότητες του ναυπηγού, πού ‘φκιασε το καράβι τους. Κρυφή του προσμονή, αλλά κι ευχή, να το ‘χτισε γερό όσο χρειάζεται, ώστε
να τα βγάζει πέρα, με καταστάσεις δύσκολες, όπως αυτή που τώρα αντιμετώπιζαν.
Το ίδιο λέν’ πως κάνουν κι ο αεροπόροι, όταν το αεροπλάνο τους μπει σε καταιγιδοφόρο νέφος και το πέταγμά του μεταβληθεί, από ομαλό και ήρεμο, σε τρελοπέταγμα μπεκάτσας. Υπάρχει όμως μια μεγάλη διαφορά ανάμεσα στους δυο τους. Το μαρτύριο αυτού όπου πετά, κρατάει μόνον κάποια λεπτά, ατελείωτα για την αλήθεια, ενώ το μαρτύριο του ναυτικού, κρατάει μέρες, αν όχι και εβδομάδες ακόμη.
‘Άθελα τότε, ο ναυτικός, φέρνει τον εαυτό του, στη θέση κάποιου μελλοθάνατου εμπρός στο εκτελεστικό απόσπασμα, όπου ο επικεφαλής έχει διατάξει τους στρατιώτες του να τον σκοπεύσουν και καθυστερεί το παράγγελμα πυρ επίτηδες, για να παρατείνει το μαρτύριό του. Με πόνο ψυχής μέσα του συμπληρώνει: Όποιε Θεέ μου, μην το κάνεις…. αλλά αν είναι να το κάνεις…, κάντο το γρηγορότερο κι απάλλαξέ μας απ’ το μαρτύριο της αναμονής. Με ακόμη μεγαλύτερο όμως πόνο διαπιστώνει, ότι τ αυτιά της Δύναμης όπου παρακαλεί, είναι κουφά… Έπειτα κάπως ντροπιασμένα συλλογίζεται: οι λέξεις «εύχομαι» και «παρακαλώ» πόσο συχνά φθάνουν στο στόμα σου τούτες τις ώρες!
Και κατόπιν σκέψεις, σκέψεις. Τι έκαμα, τι δεν έκαμα, γιατί το έκαμα, αγάπες, όνειρα, σχέδια ζωής, αυτοκριτική, επιτυχία, αποτυχία, παραδοχή για πρώτη φορά ότι κάποτε αδίκησε, μεταμέλειες, συγχώρεση, επανασχεδιασμοί, όλα φευγαλέα, μα πάντα όλα μαζί εκεί μπροστά κι ανακατεμένα.
Κι εκείνο το ρυθμικό, αλλά δυνατό μέχρι εκθεμελίωσης κούνημα μπρος – πίσω του πύργου της γέφυρας, ύστερ’ από κάθε άγριο κοντραστάρισα του καραβιού με το κύμα, τι ήθελε και του θύμιζε πάλι και πάλι τρελόπαιδο πάνω σε κουνιστή πολυθρόνα γιαγιάς μπροστά σε τζάκι, τι ήθελε και του ξαναγύριζε τον νου στη σπιτική θαλπωρή; Γι’ αυτόν το σπίτι έπεφτε πολύ μακριά. Έπειτα και πάλι το ερώτημα, θα το δω, δε θα το ξαναδώ, γιατί έφτανε τόσο βασανιστικά στη σκέψη του, χωρίς να έχει την ελάχιστη δύναμη να τ’ αποδιώξει; Γιατί του πλάκωνε τόσο την ψυχή;
Αγωνιώδες ερώτημά του: Αν φύγω, ποιοί θα με σκέπτονται εκτός απ’ τους γονείς μου, σε ποιους θα λείψω; Η αγαπημένη μου…. Και οι παντρεμένοι: η γυναίκα μου, τα παιδιά, πως θα πορευθούν; Ερωτήματα πικρά και βασανιστικά, χωρίς να λείπει στο βάθος και η ελπίδα που δειλά προβάλει με την μορφή των επανασχεδιασμών που θα κάνει, αν γλιτώσουν.
Φευγαλέα τον κάνει να χαμογελά, εκείνο το αστείο που κατά στιγμές του έρχεται στον νου και αναφέρεται στην «ασθενή» μνήμη γυναίκας και ναυτικού, της μεν πρώτης όσον αφορά τους πόνους της γέννας, του δε δεύτερου τις φουρτούνες. Επίσης, η ανάμνηση του χαμόγελου κάποιας ωραίας ύπαρξης, καθώς και κάτι αταξιούλες σε κάτι μπαράκια, της Ακεμπονότσο στην Γιοκοχάμα, του Σαν Πάολι στο Αμβούργο, της Τζένεραλ Καμάρα στο Σάντος… και ξαναγυρίζει χωρίς να το θέλει, στην καταραμένη σκέψη, της αγκαλιάς του παγωμένου ωκεανού…
Τραγική συνέχεια του όλου άσχημου σκηνικού, τα SOS* που έπιανε κάθε τόσο ο μαρκόνης στον ασύρματο. Καράβια που ένα γύρω βούλιαζαν και το πλήρωμά τους, ζητούσε από τ’ αδέλφια του, τους παραπλέοντες ναυτικούς, να σώσουν τις ψυχές τους. Να τους σώσουν! Πρόσκληση και πρόκληση, να γίνουν σωτήρες. Ψυχής αγαλλίαση, τίτλος τιμής ισόβιος του ναυτικού, όπου μπορεί και το κάνει. Αλλά τώρα με τέτοιον καιρό, τι δυνατότητες είχαν, πως; Κι αυτοί που τό ‘στελναν κι αυτοί που το λάβαιναν γνώριζαν ότι δεν υπήρχε καμία. Πικρό και άχαρο καθήκον του καπετάνιου που λαβαίνει το SOS κάτω από τέτοιες συνθήκες, να το καταχωρήσει ως συμβάν στο ημερολόγιο της γέφυρας, ουσιαστικά να συμπληρώσει την ληξιαρχική πράξη θανάτου τους. Ακόμη πιο πικρό όμως, γι’ αυτόν που πίνει το ποτήρι, που ξέρει ότι φεύγει σε λίγο.
Οι μηχανικοί «απάνου κι απάνου» προσπαθούσαν να κρατήσουν την καρδιά του καραβιού, την ίδια την μηχανή δηλαδή ζωντανή, πράγμα δύσκολο τις ώρες τούτες, γιατί σε κάθε βουτιά του καραβιού, απ’ των κυμάτων τις κορφές, στο βάραθρο που ανοίγονταν μπροστά του, η προπέλα κυριολεκτικά ξενέριζε* μέσα σε φοβερό πάταγο κι άφηνε την μηχανή ξεφόρτωτη, με τάση φυσικά, το όλο έργο της να γίνει στροφές αμέτρητες, μ’ άλλα λόγια να γυρίζει σαν τρελή. Αν τότε κάποιος αυτοματισμός ή σβέλτο χέρι, δε χαλιναγωγούσε τον ατμό, η μηχανή μαζί με τα καζάνια της, θα τους άφηναν χρόνους. Και φυσικά οι δυσκολίες τους δεν τελείωναν εδώ…
Οι κινήσεις του πληρώματος, περιορίζονταν αποκλειστικά και μόνον μέσα στο διπλοαμπαρωμένο ακομοντέσιο*. Ούτε σκέψη να βγει κανείς έξω απ’ αυτό, γιατί κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με βέβαιη αρπαγή του από την θάλασσα και τον σίγουρο πνιγμό του. Μοιρασμένο σε διπλοβάρδειες*, φρόντιζε μέσα σ’ αυτόν τον χαμό, όχι μόνον να προλαβαίνει την κάθε ζημιά, αλλά και να έχει έτοιμο οτιδήποτε ήθελε χρειασθεί, πριν χρειασθεί.
Μοναδικό φαιδρό στην όλη υπόθεση, η απορίες των νεαρών του πληρώματος (διάβαζε άπειρων): πως κάτι που μόλις λίγο πριν είχαν μποτσάρει*, βρέθηκε πάλι να κατρακυλά αδέσποτο, από πού πέρασε το νερό και πλημμύρισε εκείνος ο χώρος, από πού ξέφυγε αυτό το πιατικό κι έσπασε, από πού ξεφύτρωσε εκείνη η κατσαρόλα στην κουζίνα και τους πήρε τ’ αυτιά, πως ξεγαντζώθηκε πάλι εκείνη η πόρτα και κοπανάει…
Οι ντεημάνηδες* και όσοι σκατζάριζαν* βάρδια, στα δωμάτιά τους δεν έμεναν. Την έβγαζαν στις τραπεζαρίες και στο καπνιστήριο, όλες τις ημέρες που κρατούσε η κακοκαιριά, παίρνοντας δύναμη ο ένας απ’ την παρουσία του άλλου. Κάθονταν σε καρέκλες ή πάγκους σιγουραρισμένους στο δάπεδο, στυλωμένοι σ’ αυτούς με χέρια και με πόδια, από φόβο μήπως ξεφύγουν σε καμιά μποτζαρισιά* και φάνε πουθενά τα μούτρα τους. Στιγμές και μόνον λόγω εξάντλησης ψευτόκλειναν που και που τα μάτια τους. Με την αίσθηση του κινδύνου ολοφάνερη στο πρόσωπο, σιγόπιναν κανέναν καφέ, σε κούπες βαθιές πάντα, κάπνιζαν, ή και μασούλαγαν καμιά φορά κάτι πρόχειρο να στυλωθούν, γιατί για μαγειρεμένο φαγητό, δε γίνονταν καν λόγος. Οι κουβέντες τους μετρημένες, κοφτές, αβέβαιες. Συχνά όμως δεν αποδίδανε όσα θά ‘θελαν να πουν και τότε τα μάτια έπαιρναν τον λόγο. Στις ματιές ο ένας του άλλου, διάβαζε σκέψεις, έννοιες, συμπεράσματα, ευχές, αγωνίες, αξιολόγηση κινδύνου, παρακάλια…, κάποιες φορές σε βαριές κλίσεις ή άκρως επικίνδυνες κάμψεις του καραβιού και το αντίκρισμα του τέλους.
Θέαμα απ’ τη γέφυρα άγριο κι επιβλητικό, αλλά συγχρόνως ελπιδοφόρο, η ανάδυση της πλώρης του απ’ το κύμα, ύστερ’ από κάθε βουτιά. Αρχικά, πολεμάει ν’ αναστηθεί, αργοσαλεύοντας σαν κεφαλή φιδιού που το ‘χουν πατημένο στη ράχη. Μα σαν κεφαλιώσει, σου δίνει την αίσθηση ότι δίνει άλμα προς τον ανήφορο, αποτινάσσοντας πρώτη αυτή μέσα σ’ αφρούς αμέτρητους, βουητά καταρράχτη και σφυριχτά ανεμόβροχα*, τους όγκους νερού από πάνω της και στη συνέχεια όλο το πλωριό κατάστρωμα. Αυτό κάπου σου θυμίζει άλογο υπερήφανο μ’ ολόρθο το κεφάλι, που ταρακουνάει πέρα δώθε χαίτη και λαιμό, για να στεγνώσει.
Τότε, καπετάνιος κι αξιωματικοί, ανεπηρέαστοι απ’ ομορφιές και θεάματα, ρίχνουν με τα κιάλια βιαστικές ματιές, σ’ όσο απ’ το σκάφος ξεπρόβαλε απ’ το νερό. Στιγμιαία χαρά τους η διαπίστωση, πως ούτε κι αυτή τη φορά έπαθαν ζημιά. Το ίδιο επαναλάμβαναν και την νύχτα με το φως του άλντι*, άσχετα αν οι συνθήκες ελάττωναν την φωτοβολία του, σε δέσμη ενός κοινού φακού και στην ουσία δεν έβλεπαν τίποτα. Το ‘καναν όμως, επειδή νόμιζαν πως ακόμη κι έτσι, κάτι έκαναν.
Σ’ αυτό τον ρυθμό ζωής, μ’ αυτόν τον καιρό, συμπληρώθηκαν εβδομάδες. Ολόκληρο το πλήρωμα, ανεξαρτήτως βαθμού και ειδικότητος, ομολογημένα ή ανομολόγητα, είχε φθάσει πνευματικά σ’ απόγνωση και σωματικά σε κατάρρευση. Μόνον κάποιες δυνάμεις απόκρυφες τους κρατούσαν όρθιους και στις θέσεις τους. Απορία ανεξήγητη, που φώλιαζαν; Φαντάζομαι, στο ίδιο σημείο με τον πόθο για ζωή.
Πληροφορίες για τον καιρό, ευκαιριακά και μόνον έφταναν μέχρι τις τραπεζαρίες και το καπνιστήριο, κι αυτές απ΄ τους βαρδιάνους* της γέφυρας, κυρίως μετά τη σκάτζα* βάρδια. Δυστυχώς, ίδιοι άγγελοι κακού, τους επαναλάμβαναν πάλι και πάλι, πως σύμφωνα με τα ρεπόρτα* του καιρού και όσα κουβεντιάζονταν στη γέφυρα, δεν αναμένονταν βελτίωση.
Κάποιων τ’ αυτιά, από ένα σημείο κι έπειτα, βαρέθηκαν να τους ακούν να λέν’ τα ίδια και τα ίδια. Οι προληπτικοί μάλιστα, κάνα δυο απ’ αυτούς, τους βάφτισαν γρουσούζηδες και οι πιο περίεργοι, φρόντισαν να βρίσκονται εις το εξής κάθε τόσο στη γέφυρα, με την δικαιολογία ότι πήγαιναν στον καπετάνιο και τους άλλους αξιωματικούς, ίσως και στον μαρκόνη*, κάποιο τσάι ή καφέ για να ζεσταθούν. Με λίγη τύχη, θ’ άκουαν από πρώτο χέρι κάτι περισσότερο για τον καιρό.
Κι αλήθεια, άκουσαν, που κάλιο να μην άκουαν. Αυτή τη φορά όμως όχι απ’ τον μαρκόνη και τους βαρδιάνους της γέφυρας, αλλά από τον μπάρμπα Ντίνο τον Γλυκή, τον λοστρόμο. Σε κουβέντα με τον καπετάνιο για τον καιρό πάνω στη γέφυρα, αφού ρωτήθηκε, τον άκουσαν ν’ απαντάει στεγνά και ολιγόλογα :
Φοβάμαι καπετάνιε, πως ακόμη δεν είδαμε τα χειρότερα.
Δεν είδαμε τα χειρότερα ακόμη Ντίνοοο; του απάντησε απρόσμενα μα κι ανήσυχα ο καπετάνιος.
Λυπάμαι που το λέω καπτά Μήτσο, αλλά όχι, γνώμη μου είναι, ότι δεν τα είδαμε.
Μα Ντίνο, το κύμα κοντεύει να περάσει σε ύψος τ’ άλμπουρα. Κι άλλο θα μεγαλώσει;
Δυστυχώς, κατά την όρεξη που δείχνει ότι έχει ο καιρός, θα τα ξεπεράσει σε ύψος και πολύ.
Σου έχει ξαναλάχει τέτοιο πράγμα Ντίνο; τον ερώτησε με ένδειξη ανησυχίας μα … κι ελπίδας συγχρόνως στη ματιά.
Μου έχει ξαναλάχει καπετάνιε.
Κούφια η ώρα όπου τό ‘λεγε. Ο λόγος του έγινε μοίρα* και η φύση, για τύχη τους κακιά, βάλθηκε να επιδείξει όλο το μεγαλείο της, στην άσχημή του τη μορφή. Λύσσαξε. Ο αέρας με στριγκλίσματα που έσπερναν πανικό ακόμα και σε ψύχραιμους ανθρώπους, γιουχάιζε ασταμάτητα τα κύματα για να θεριεύουν κι ακόμη πιο πολύ να θεριεύουν…Αυτά, με ζηλευτή υπακοή, εφούσκωναν κι εγίνονταν υψηλότερα κι ακόμη πιο άγρια κι ακόμα υψηλότερα, μέχρι που το μπόι τους, ξεπέρασε τα κατάρτια του NORA κατά μέτρα πολλά. Ίδια μινιατούρα το καράβι μπροστά τους, τα ‘δινε όλα για να κρατηθεί στον αφρό. Κάποιες φορές εξείχαν πάνω απ’ το νερό, μόνον τα κατάρτια του σαν περισκόπια υποβρυχίου και τ’ άνω καταστρώματα του πύργου της γέφυρας μαζί με την καμινάδα. Παρ’ όλ’ αυτά, σε πείσμα τους, παρέμενε εκεί, ζωντανό στον αφρό, προστάτης και σωτήρας του πληρώματος, των παιδιών του.
Κατά τη λαϊκή όμως ρήση, από κάθε κακό, υπάρχει πάντα κάτι χειρότερο. Για κακιά τους τύχη, τους έμελλε να το γνωρίσουν και αυτό. Εκείνο το κύμα το πικρό, το ένα κύμα, αυτό των θρύλων για θαλασσινούς, παρουσιάστηκε στην πλώρη τους. Το NORA, όσο κι αν ανδρειώθηκε, όσο κι αν σήκωσε τ’ ανάστημά για να το καβαλικέψει, παράμενε νάνος ταπεινός στις ρίζες του. Ανίκανο να κάνει κάτι διαφορετικό, υποτάχτηκε το φτωχό στη μοίρα του και άρχισε να μπαίνει στο κύμα, όπως θα έμπαινε ένα υποβρύχιο.
Τότε, ο κατά πάσα πιθανότητα δοκιμασμένος σε δύσκολες καταστάσεις Γερμανός Υποπλοίαρχος που βρίσκονταν στην γέφυρα, περιδεής μπροστά σ’ αυτήν την πέρα από κάθε φαντασία ανορθόδοξη κατάδυση, του λίμπερτι όμως τη φορά αυτή κι όχι του υποβρυχίου που υπηρέτησε, έχασε την αυτοκυριαρχία του και παραμερίζοντας κάθε κοινή ναυτική πρακτική ή λογική, έκαμε μία απολύτως εσφαλμένη από κάθε ναυτική άποψη κίνηση, μια κίνηση απόλυτου δέους και πανικού: Εγύρισε τον τηλέγραφο γέφυρας – μηχανής στο φούλ ανάποδα, για να βγει, άκουσον άκουσον, το καράβι απ’ το κύμα με όπισθεν, κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες!
Ο κουδουνιστός ήχος του τηλέγραφου, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ακούστηκε μέσ’ τη γέφυρα, σαν προανάκρουσμα μεγάλου κακού, γιατί πίστεψαν ότι τους ειδοποιούσε η μηχανή, πως έπαθε ζημιά και κάνει «κρατει*». Στιγμές μεγάλες, στιγμές απερίγραπτες αυτές. Και μέσα σ’ αυτόν τον χαμό, η αμυδρή αχτίδα της ελπίδας. Το μάτι του καπετάνιου είδε στον τηλέγραφο την κίνηση απελπισίας του Υποπλοιάρχου.
Με μια βουτιά, άδραξε το χειριστήριο και τον επανέφερε στην προηγούμενη θέση του, πριν καν οι μηχανικοί αντιδράσουν, χωρίς κουβέντες ή σχόλια. Είχαν καιρό για τέτοια αργότερα, αν ζούσαν…
Το κύμα όμως, δε χασομέρησε. Μέσα σε ορυμαγδούς ίδιους καταρράχτη θεόρατου, άρχισε να σκεπάζει βιαστικά το καράβι από κάτω του….
Σύμφωνα με κάθε ναυτική εκτίμηση, η ζωή του καραβιού, θα έπρεπε να είχε τελειώσει εδώ. Ευτυχώς όμως και από παραξενιά της φύσης, κάποιοι από τους νόμους της δε πρέπει να λειτούργησαν και το καράβι έζησε. Πολλά παραμένουν τα γιατί. Να τα μάθομε όμως ας μη περιμένομε. Είχε ακόμη το καντήλι μας λάδι, ήταν η απλοϊκή εξήγηση του μπάρμπα Ντίνου, όταν τον ρώτησα. Μου έμεινε η κουβέντα αυτή, ίσως και ως δίδαγμα.
Μετά απ’ αυτό το συμβάν, ως διά μαγείας, η εμπιστοσύνη του πληρώματος στις αντοχές του καραβιού τους, σωστά ή λανθασμένα, αναβαθμίστηκε και το ενδιαφέρον τους μετατοπίστηκε, ελαφρά για την αλήθεια, στο πότε θα καλυτερέψει ο καιρός.
Θα ‘ρχόντανε κι αυτό, ατυχώς όμως, σε χρόνο που οι απόλυτοι αφεντάδες, ο καιρός εδώ, από μόνοι τους και ανερώτητα ορίζουν. Χρειάζονταν επομένως υπομονή, βαριά λέξη κάποιες φορές, ασήκωτη στην περίπτωσή μας. Μοναδική παρηγοριά τους η νέα πρόβλεψη ή καλλίτερα ο χρησμός που τους έδωσε ο μπάρμπα Ντίνος για τον καιρό: «Ά ορές, κανένας καιρός δεν είναι περσινός »….
Πράγματι, φετινός ήταν ο καιρός και πέρασε. Τους έμελλε να φθάσουν στη Γιοκοχάμα. Μετά το δέσιμο του καραβιού στις σημαδούρες*, ο Πρώτος Μηχανικός, σημείωνε στο ρεπόρτο αφίξεως προς τον Καπετάνιο: «Υπόλοιπα καυσίμων: «μικροποσότητες». Ας ήτανε καλά ευχήθηκαν κι δυο με την καρδιά τους, αυτός που είχε σχεδιάσει τον εφοδιασμό τους …στο Λος Άντζελες.
Αφού τελείωσαν με τις αρχές και τον πράκτορα, το καράβι γέμισε από εργάτες, μπομπότηδες*, κράχτες των μπάρ, προπομπούς συνεργείων…., έγινε μελίσσι πολύβουο. Σ’ όποιον διάδρομο, τραπεζαρία ή καπνιστήριο κι αν έμπαινες, έπεφτες πάνω σε Ιαπωνέζους, που κάτι προσπαθούσαν να πουλήσουν: ρούχα, παιγνίδια, σουβενίρ, ραδιόφωνα, είδη ανάγκης καθημερινής, υπηρεσίες, «πλοήγηση»… Απλόχερα μοίραζαν τις κάρτες τους ή χάριζαν σπιρτόκουτα των μπαρ που δούλευαν, συχνά με τις Ελληνικές σημαίες να φιγουράρουν επάνω τους. Πρόθυμοι δήλωναν οι πιο πολλοί να υποδεχθούν όποιους του πληρώματος ήθελαν το βράδυ στην λάτζα*, να τους βοηθήσουν να βρουν γραμματόσημα αν το ταχυδρομείο ήταν κλειστό, ν’ αγοράσουν πράγματα, να… τους συνοδεύσουν στο μπαρ για ένα ποτό, όπου θα τους σερβίριζαν κορίτσια όμορφα, πρόθυμα και καλόβολα, κάποια «φρεσκοφερμένα από χωριό, που μύριζαν ακόμη θυμάρι»… »…(το τελευταίο σε γλώσσα Ελληνική).
Οι ναυτικοί, αναζωογονημένοι από την σιγουριά του λιμανιού, βρήκαν και πάλι την αυτοπεποίθησή τους, την αισιοδοξία τους, τη φωνή τους, το αστείο τους, την παραξενιά τους…, τον εαυτό τους και έχοντας αφήσει πίσω τα του ταξιδιού, εδιάβαζαν ή έγραφαν γράμματα, αγόραζαν πραγματάκια για το σπίτι τους, τον εαυτό τους, εμάζευαν πληροφορίες για το πως θα περάσουν στο λιμάνι καλλίτερα…
Κάποιος φωνακλάς που του άρεσαν τ’ αστεία και είχε ξαναβρεί το κέφι του, βάλθηκε να τους εξηγήσει στην ώρα του καφέ, γιατί ο Χριστός στο Ρίο ντε Τζανέιρο, έχει ανοιχτά τα χέρια του:
« Μια φορά, τους είπε, κάτι χαρμάνηδες Έλληνες ναυτικοί σαν εσάς, ξεστρατισμένοι και ταλαιπωρημένοι από ατζαμήδες πλοηγούς, φτάσανε στα πόδια του Χριστού, πάνω στον λόφο που τον έχουν στήσει και ρωτήσανε τη χάρη Του:
Χριστούλη μου συμπάθιο, αλλά έχουμε ξεθεωθεί ψάχνοντας για ποδόγυρο. Πες Εσύ που τα ξέρεις όλα και σε μας τα ξενάκια σου, έχει κοπέλες στο Ρίο ή ψάχνομε άδικα;
Ούου, αμέεετρητες ευλογημένα μου, τους απάντησε πρόθυμα ο Χριστός και σήκωσε τα χέρια του ψηλά, για να υπογραμμίσει την πληθώρα κι από τότε δεν τα ξανακατέβασε».
Σημείωση
Απ’ όσο θυμάμαι, από κουβέντες των ανθρώπων εκ των οποίων άκουσα την ιστορία, κατά την διάρκεια του ταξιδιού που περιγράφομε, κάποια παραπλέοντα πλοία εξέπεμψαν σήμα κινδύνου και ότι ορισμένα μάλιστα εξ αυτών βούλιαξαν. Επίσης σε άλλα πλοία κατά το ίδιο ταξίδι, ετελείωσαν τα καύσιμά λόγω των καθυστερήσεων που τους προκάλεσε η παρατεταμένη κακοκαιρία και χρειάσθηκε να ρυμουλκηθούν από ναυαγοσωστικά μέχρι το λιμάνι.
Το NORA έπαθε ζημιές από την κακοκαιρία, επισκευάσιμες όμως. Κάτι μου λέγει ότι έχασε και δύο σωσίβιες βάρκες. Του τις άρπαξε η θάλασσα.
Γλωσσάρι
Περατζάδα
πέρασμα από το ένα μέρος στο άλλο, διάπλους.
Λοστρόμος
ναύκληρος, υπαξιωματικός επικεφαλής του προσωπικού καταστρώματος.
Λοξοδρομία
(ή πλεύση λοξοδρομική), η πλεύση κατά την οποία η καρίνα του πλοίου τέμνει τους μεσημβρινούς της γης, με την ίδια γωνία. Συνδέει δύο σημεία, όχι με τον συντομότερο δρόμο, αλλά και δεν υποχρεώνει το πλοίο να ταξιδέψει σε μεγάλα πλάτη (όπως η ορθοδρομία), όπου υ π ο τ ί θ ε τ α ι ότι οι κακοκαιρίες που θα συναντήσει σ’ αυτά (τα μεγάλα πλάτη) είναι συγκριτικά περισσότερες.
Γερμανός
Μετά τον ΒΠ Πόλεμο, συναντούσες συχνά σε Ελληνικά καράβια Γερμανούς αξιωματικούς καταστρώματος και μηχανής, διότι με την λήξη του πολέμου, η Γερμανία είχε πολύ μικρό εμπορικό στόλο και οι ναυτικοί της μπαρκάριζαν όπου εύρισκαν.
Ύπαρχος
αξιωματικός γεφύρας (καταστρώματος), ο πρώτος στην ιεραρχία μετά τον Πλοίαρχο.
Σκαμπανεβάζω
ανεβοκατεβαίνω.
Αποθάλασσο
ο κυματισμός που απομένει μετά την κατάπαυση του ανέμου. Συχνά όμως είναι και προάγγελος επερχόμενης κακοκαιρίας.
Σπιλιάδες
ριπές ανέμου βίαιες.
Ξάρτια
σύρματα (κυρίως) που ξεκινούν περίπου από την κορυφή του καταρτιού και καταλήγουν (συνήθως) στα πλευρά του πλοίου. Συντελούν στην ενίσχυση του καταρτιού.
Ποδάρια
Σύρματα με τα οποία ανεβοκατεβαίνουν οι μπίγες που εξηγούμε τι είναι αμέσως πιο κάτω.
Μπίγες
(φορτωτήρες), τύπος γερανών πλοίου.
Μάσκα
εδώ, το μάγουλο της πλώρης του καραβιού.
S.O.S.
διεθνές σήμα κινδύνου. Από τις αγγλικές λέξεις: Save Our Souls= σώστε τις ψυχές μας.
Ξενερίζω
βγαίνω έξω απ’ το νερό, στον αέρα, (όταν η προπέλα ξενερίζει, περιστρέφει σαν ανεμιστήρας χωρίς να παράγει έργο).
Ακομοντέσιο
ο χώρος διαβίωσης του πληρώματος.
Διπλοβάρδια
βάρδια με διπλάσιο του συνηθισμένου προσωπικού.
Μποτσάρω
δένω κάτι για να το ασφαλίσω, ώστε να μη χαλάσει το ίδιο, ή να μη προκαλέσει ζημιές αλλού, σε τυχόν μετακίνησή του.
Ντεημάνης
(ή και νταημάνης), ο άνθρωπος που δουλεύει μόνον την ημέρα, συνεπώς δεν κάνει βάρδια (από το dayman).
Σκαντζάρω
αλλάζω, ή αντικαθιστώ κάποιον σε βάρδια, (συχνά και καλώ κάποιον σε βάρδια).
Μποτζαρισιά
εγκάρσια κλίση του πλοίου.
Ανεμόβροχο
εδώ, το θαλασσινό νερό που συμπαρασύρει ο άνεμος, μετά το ξέσπασμα του κύματος πάνω στο πλοίο και το οποίο γαζώνει σαν πολυβόλο τις υπερκατασκευές του καραβιού.
Άλντις
εύχρηστος προβολέας σημάτων μορς.
Βαρδιάνος
αυτός που κάνει βάρδια.
Ρεπόρτο
εδώ, το δελτίο καιρού που παίρνει ο ασυρματιστής.
Μαρκόνης
ο ασυρματιστής του πλοίου (από τον εφευρέτη του ασυρμάτου Ιταλό Μαρκόνι).
Μοίρα
εδώ, το πεπρωμένο.
Κράτει
εντολή να σταματήσεις, (κάνω κράτει= σταματώ).
Σημαδούρες
για πολλά χρόνια μετά τον ΒΠΠ, οι διαθέσιμες προβλήτες στα λιμάνια της Ιαπωνίας ήταν λίγες και χρησιμοποιούνταν κυρίως από πλοία που μετέφεραν εμπορεύματα (γενικό φορτίο). Τα υπόλοιπα πλοία (τα περισσότερα) έδεναν εμπρός πίσω, σε καλοτοποθετημένες σημαδούρες μέσα στο λιμάνι και εκφόρτωναν (κυρίως) εκεί, με τα δικά τους μέσα, μαούνες.
Μπομπότηδες
ονομασία με την οποία αποκαλούν οι Έλληνες ναυτικοί τους μικροπωλητές που ανεβαίνουν στα πλοία, στα διάφορα λιμάνια.
Λάτζα
η βάρκα που εξυπηρετεί – συνδέει τα πλοία που ευρίσκονται μακριά από την στεριά, με το λιμάνι. Συχνά με την ίδια λέξη υπονοούμε και τον χώρο που αράζουν οι βάρκες (οι λάτζες).
Τέλος καλό, όλα καλα!😍👍