Γύρω στο 1969, στο Κατωμέρι.
Κατακαλόκαιρο, ο παπά Αντρέας ο Τσίτσας (Ιωάννου Κατωπόδης), συγκάηκε άσχημα από κάτω χαμηλά … και υπόφερε. Του έδωσαν όμως ένα σωληνάριο ειδική αλοιφή, που αποδείχθηκε θαυματουργή. Εκτός του καλού που έκανε στο σύγκαμα κάθε φορά που την έβαζε πάνω, τον δρόσιζε και του μαλάκωνε το τσούξιμο.
Την ζήτησε λοιπόν, «που κάλιο του να μη την ζήταε», κάποια στιγμή απ’ την παπαδιά του, για να ξαναβάλει. Το λέω έτσι, γιατί στο μέρος που την φύλαγε η παπαδιά, είχε κι ένα σωληνάριο με μία άλλη αλοιφή «για τα βλιασμένα* τα ρεματικά* της» όπως έλεγε, από κείνες που καίνε διαολεμένα. Από λάθος η αθεόφοβη, αυτήν ακριβώς έπιασε και τού ‘δωσε, κι ο καλός σου ο παπάς, ανυποψίαστος, την άπλωσε ατσιγκούνευτα πάνω στο σύγκαμα.
Ε, αυτό ήτανε. Του έφερε τέτοιο κάψιμο και τέτοιο πόνο, που «πήρε τα όρη» και στην απελπισία του επάνω, άρχισε να φωνάζει σε κατάσταση απόγνωσης: Γιατρό χωριανοί, έναν γιατρό γιατί ο παπάς σας καίγεται.
Κάποιοι που τον άκουσαν, ειδοποίησαν αμέσως τον γιατρό, τον Πάνο τον Παραβόλα (Νικολάου Πάλμος), που έμενε απέναντι απ’ το παλιό σχολειό (την σημερινή πλατεία), στου Κουμέ. Ως που να πεις τρία, ο Πάνος έφτασε εκεί και βρήκε τον παπά στο κακό το χάλι του. Ο πόνος απ’ το κάψιμο που ένιωθε, τον είχε εξουθενώσει κι αποδιοργανώσει και δεν έκανε τίποτ’ άλλο, από το να φωνάζει καίγονται τα …. σκέλη μου και να χτυπιέται.
Στον ρόλο του «πυροσβέστη» λοιπόν ο γιατρός, του έριξε μια γρήγορη ματιά και γυρίζοντας στην παπαδιά, που γεμάτη ενοχές, ετοιμάζονταν ν’ αραδιάσει ένα μάτσο δικαιολογίες για το συμβάν, της λέει: Άσε γι’ αργότερα τις κουβέντες παπαδιά και φέρε γρήγορα τέσσερα χτυπημέν’ αβγά, λες και θα φκιάσεις ομελέτα.
Χωρίς χασομέρι η παπαδιά, ετοιμάζει σ’ ένα πιάτο με κάποια δυσπιστία το γιατροσόφι που της ζητήθηκε και με το που πλησιάζει, της το βουτάει απ’ το χέρι ο γιατρός και μπλαθρώνει* με το περιεχόμενό του, «ούλα τα κάτου» του παπά.
Ο καημένος ο παπάς άρχισε ν’ ανακουφίζεται απ’ τη δράση του ασυνήθιστου γιατρικού και σε λίγο είχε ξεχάσει τις «λαμπαρδίκες* και τις φωτιές που τον καίγανε», για να το γυρίσει στο ευχολόγιο και τις μύριες ευχαριστίες προς τον γιατρό κι όσους έτρεξαν να τον βοηθήσουν.
Ένα τέτοιο όμως συμβάν στο χωριό, όπως και να το κάνουμε, δε το παίρνει εύκολα το ποτάμι. Αντίθετα θά ‘λεγα, κουβεντιάζεται σαν πρώτη είδηση, σ’ αυλές και μαγαζά*, όπως και σ’ ένα γυναικείο πηγαδάκι, που οι «συμπτώσεις» τό ‘φεραν, διόλου να μην αργήσει να στηθεί μετά το γεγονός. Μία γυναίκα μάλιστα απ’ τη γειτονιά του παπά, που ήταν «απάνου κι απάνου» στα καθέκαστα «και τά ‘ξερε ούλα από πρώτο χέρι», είχε τον πρώτο λόγο. Τους τά ΄λεγε κι άμα χρειαζόντανε τους τα ματάλεγε* ούλα τα καθέκαστα, με το νι και με το σίγμα και χωρίς τσιγκουνιά στις κουβέντες της, γιατί δεν ήτανε δα και «πρέπος*» ν΄ αφήκει καμία ακατατόπιστη και παραπονεμένη! Μάρτυς της ο Θεός, έδωκε σ’ ούλες απόκριση, σε ότι-ότι κι αν ρωτήθηκε. Στην απορία μάλιστα κάποιας:
Και τώρα τι του κάνει του παπά η παπαδιά?
Αποκρίθηκε:
Του τα κάνει … χάιδο* μου «μ’ αβγααά»!
Γλωσσάρι
Βλιασμένα= εδώ, τ’ αναθεματισμένα, αλλιώς υποθέτω τα βουλιασμένα, τα πνιγμένα, με την ένια πάντα της κατάρας.
Ρεματικά= ρευματικά, ρευματισμοί.
Μπλαθρώνω= αλείφω με πολύ υλικό, πασαλείφω.
Λαμπαρδίκα= η φουντωμένη φωτιά, το απότομο και λαίμαργο κάψιμο της φωτιάς.
Μαγαζά= μαγαζιά.
Ματαλέω= ξαναλέγω.
Πρέπος= καθώς πρέπει σωστό, σωστό.
Χάιδο μου= Χρησιμοποιείται συχνά από τις γυναίκες, χωρίς όμως και να εννοεί αυτό που λέγει: χαϊδεμένη μου.
Σημείωση
Την ιστοριούλα αυτή την είχε διηγηθεί ο ίδιος μακαρίτης ο Πάνος ο Πάλμος (Παραβόλας), στον παιδίατρό μας τον Μάκη Κων. Δάγλα (Σταθιά), από τον οποίο και την άκουσα.
Comments