top of page
Εικόνα συγγραφέαΣταύρος Δάγλας

ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΕΝΑΝ ΑΛΛΟ ΑΙ ΒΑΣΙΛΗ


Εμείς που γεννηθήκαμε το 1940, είχαμε δύσκολα παιδικά χρόνια. Ο πόλεμος που ήρθε με τη χρονιά αυτή και η κατοχή μαζί με τον εμφύλιος που ακολούθησαν, συσσώρευσαν αμέτρητα κακά και δυσκολίες στην χώρα μας, τον κόσμο της γενικά και πολύ περισσότερο στα μικρά παιδιά της.

Τις ημέρες των Χριστουγέννων και τ’ Άι Βασιλειού, για αρκετά χρόνια μετά τον πόλεμο, ο Άι Βασίλης δεν πέρναγε απ’ το νησί, για να φέρει όπως ακούγαμε να λένε, δώρα και παιγνίδια στα μικρά.

Η ρομαντική εικόνα του πάνω στο έλκηθρο, με μια σακούλα στην πλάτη ολόγιομη με παιγνίδια, έτοιμος να τα μοιράσει στα όποια παιδιά θα συναντούσε, και αν υπήρχε κάπου στο μυαλό μας, είχε τελείως ξεθωριάσει. Βοήθησε σ’ αυτό η ολοφάνερη ανέχεια των γονέων μας. Μικροί ξεμικροί, καταλαβαίναμε, πως αν αυτοί παιγνίδι δε μας αγόραζαν, ο Άι Βασίλης δεν έμπαινε στον κόπο να μας τo φέρει.

Κι εμείς τα παιδιά τι κάναμε; Μα φυσικά επαίζαμε. Με τι; Με ότι ευρίσκαμε. Τα κορίτσια έφκιαναν κούκλες από κουρέλια και τ’ αγόρια τόπια και πάλι από κουρέλια. Επίσης με όποιο άλλο παιγνίδι χρειάζονταν μόνον η συμμετοχή μας, όπως το τρέξιμο, το κρυφτούλι, η ντάνα, τα πεντόβολα…

Το 1947(;) όμως, κάπου ανάμεσα στα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά, ευρέθηκα μια μέρα μαζί με τον συνομήλικό μου τον Μάκη τον Μάντζαρη (της θειά Γιαννούλας του Κρετάκη) να παίζομε στη μέση του δρόμου που πηγαίνει στα Καλλινικαίικα, έξω από την μάντρα την Αρεμουνχέϊκη (στο Κατωμέρι).

Από τον δρόμο αυτόν περνούσε για να πάει στο σπίτι του, εκείνο το μεγάλο το παιδί που ήρθε από τη Χώρα(1), που πήγαινε στο Γυμνάσιο, του μπαρμπα Νίκου του Πορσάνου, ο Μάσος (Γεράσιμος Κονιδάρης), ο μετέπειτα σεβαστός ιερέας μας. Κάποια στιγμή λοιπόν είδαμε τον Μάσο να έρχεται από τα μαγαζά. Θεέ μου πόσο μεγάλο τον έβλεπαν τα μάτια μου. Φορούσε και ωραία ρούχα, κοντό παντελόνι πρέπει να είχε, φορούσε και ωραία παπούτσα, και σκαλτσούνια…Τον καμάρωνα.

Όταν μας πλησίασε, έπιασε κουβεντούλα μαζί μας, μας αστειεύθηκε και κάποια στιγμή έκανε κίνηση να συνεχίσει προς το σπίτι του. Σαν να του ήρθε όμως ξαφνικά κάποια ιδέα, εσταμάτησε και μου λέει χαμογελαστά: Σταύρο έλα να σου πω. Στη στιγμή ευρέθηκα κοντά του, κι αυτός έφερε απαλά στο αυτί μου, το ρολόι που φορούσε στο χέρι του. Πρόλαβα να του ρίξω μια ματιά και θυμάμαι σαν να είναι τώρα, πως ήταν ένα ρολόι όμορφο, μικρού σχετικά μεγέθους, νεανικό θα έλεγα αργότερα. Το θαύμασα.


Έπειτα αφοσιώθηκα στον ήχο που άκουσα προς μεγάλη μου έκπληξη να βγαίνει από μέσα του. Μου άρεσε να τον ακούω και κόλλησα το αυτί μου πάνω του με δύναμη, μάλλον για ν’ απολαύσω αυτόν τον μυστηριώδη για εμένα ήχο, που δεν γνώριζα επαναλαμβάνω ότι παράγεται απ’ αυτό το μηχάνημα, το ρολόι.

Ο Μάσος έπιασε την έκπληξή μου, αλλά οπωσδήποτε και την ευχαρίστησή μου. Με άφησε στον κόσμο μου για λίγο και μετά με ρώτησε γελαστά να του πω τι ακούω. Στη στιγμή άρχισα μεγαλόφωνα και όλο ενθουσιασμό , να του λέγω πως κάνει τίκ τάκ – τικ τάκ – τικ τακ, στον ρυθμό πάντα του ήχου που άκουα, σπρώχνοντας όμως το κεφάλι μου και το αυτί μου, όλο και πιο δυνατά στο ρολόι, μη χάσω κανένα απ’ τα τικ – τακ που έκανε

Ο Μάσος θυμάμαι ότι εγέλαε και χαίρονταν με την δική μου ευχαρίστηση.

Ο φίλος μου όμως ο Μάκης που έμενε εκτός παιγνιδιού, άρχισε να δυσανασχετεί. Τι δηλαδή, αυτός απέξω θά ‘μενε; τι ήταν αυτός και δε θ’ άκουε; Με κάποια εύσχημη δικαιολογία με ξεκόλλησε ο Μάσος από το ρολόι και επανάλαβε τα ίδια με τον Μάκη. Δεν έκανε κι αυτός φυσικά καλλίτερα από μένα, τα ίδια κι απαράλλαχτα επανάλαβε, αν δεν ήταν μάλιστα κι ακόμη πιο εκδηλωτικός.

Κάποια στιγμή όμως ο Μάσος φαίνεται πως πίστεψε ότι αρκετά έπαιξε μαζί μας και έκανε κίνηση να φύγει προς το σπίτι του. Μάλλον όμως δεν τα λογάριασε σωστά, γιατί εμείς οι μπόμπιρες, αρχίσαμε τα παρακάλια να μείνει και να μας βάλει το ρολόι άλλη μια φορά στ’ αυτί και καμία άλλη, έπειτα όμως να μας το βάλει άλλη μία φορά, αλλά από τ’ άλλο αυτί, και ένας Θεός ξέρει πόσα άλλα του αραδιάσαμε. Και όλ’ αυτά για ν’ ακούμε τον ήχο του ρολογιού του και μόνον.

Σήμερα όταν το σκέπτομαι, κουνάω το κεφάλι μου και λέω: τι απλοϊκούς αν όχι και ανόητους θα μας χαρακτήριζαν τα σημερινά παιδιά, της ίδιας ηλικίας με εμάς τότε, αν τους έλεγα με τι χαρήκαμε κάποτε και με τι επαίξαμε.

Θυμάμαι, ότι ο Μάσος ούτε προς στιγμή δε δυσανασχέτησε μαζί μας, αντίθετα καλόκαρδα και χαμογελαστά μας υπέμενε, ή για να το πω μάλλον καλλίτερα, απολάμβανε τη χαρά μας.

Από τότε, αφού μας καλόμαθε, του την στήναμε του Μάσου στο ίδιο σημείο, όσες ημέρες διαρκούσαν οι σχολικές διακοπές. Σαν έβγαινε απ’ το σπίτι του να πάει προς τα μαγαζιά, μας έβρισκε στο πόστο μας. Δεν του λέγαμε τίποτε, μόνον τον χαμηλοκοιτούσαμε πονηρούλικα και χαμογελαστά κι αυτός καταλάβαινε. Η επιχείρηση τικ τάκ, προς μεγάλη δική μας τέρψη, αλλά και δική του όπως έδειχναν τα πράγματα, ξεκινούσε για άλλη μια φορά.

Για εμάς, αυτός ήταν ο Άι Βασίλης μας, αδιαφορούσαμε που δεν είχε έλκυθρο και σακκούλα στον ώμο με παιγνίδια για να μας δώσει. Μας αρκούσε όπου είχε το ρολόι του, που έκανε εκείνο το ωραία τικ τακ, τικ τακ.

Μεγάλη ήταν όμως η απογοήτευσή μας όταν διαπιστώσαμε μετά τα Φώτα, πως ο Μάσος έφυγε. Ρωτήσαμε και μάθαμε από τη θειά Μαρία τη μάνα του, πως ξαναπήγε στη Λευκάδα για να πάει στο γυμνάσιο. Αλλά θα γύριζε γρήγορα μας είπε, σε λίγες ημέρες που θα ήτανε Λαμπρή. Και είναι πολύ αλάργα θειά Μαρία η Λαμπρή, την ξαναρωτήσαμε. Έ, δεν είναι και πολύ μακριά παιδάκια μου, αλλά ούτε και πολύ κοντά.

Δηλαδή πόσο μακριά, επιμέναμε εμείς. Έ, είναι κάμποσο μακριά, πίσω κι αλάααργα απ’ τις Ράχες(2) κι έδειξε προς το μέρος τους.

Εφύγαμε …. λίγο προβληματισμένοι όμως. Μας έμενε να εμπεδώσουμε την απόσταση, για να δούμε σε πόσον καιρό θα έρθει η Λαμπρή και μαζί της ο Μάσος, ο Άι Βασίλης μας.


Σημέιωση

Μία φορά πριν μερικά χρόνια, μέσα στους Αγίους Αποστόλους, μετά το πέρας της εκκλησίας, εκαλημέρησα τον παππά μας τον Γεράσιμο, τον Μάσο μας, και του θύμισα τα σχετικά με το τικ τακ του ρολογιού του και τον Άι Βασίλη μας. Δεν το θυμόντανε, θυμόντανε όμως κάλλιστα το ρολόι όπως του το περιέγραψα. Το χρησιμοποιούσε μου είπε για ένα μεγάλο διάστημα και ως παππάς. Το κρεμούσε μέσα από το ράσο, αλλά οι γωνίες του έτριβαν σ’ αυτό και το τρυπούσαν. Έτσι κάποια στιγμή το απαράτησε.


Λεξιλόγιο

1. Χώρα = Εδώ, η πόλη της Λευκάδας.

2. Ράχες = Η υψηλότερη κορυφή του Μεγανησιού, ευδιάκριτη από πολλά σημεία του.

Comments


bottom of page