Η κληρουχία ολόκληρη, από Κατωμέρι και Βαθύ, είχε συγκεντρωθεί έξω απ’ την Ειρήνη* στο Βαθύ, έτοιμη να φύγει με έκτακτο δρομολόγιο για την Λευκάδα. Από ‘κεί με άλλο μέσον θα πήγαιναν στο μέρος που θα παρουσιάζονταν ως στρατιώτες νεοσύλλεκτοι. Ανάμεσά τους κι ο Πολιτσαμάνος (Γιώργος Λεωνίδα Μαρκεζίνης). Τον συνοδεύει η μάνα του ως εκεί, η θειά Φταλία (Ευθαλία), αλλά τα ύπατά της καημένης ήτανε κομμένα κι ας μη το μαρτύραε, γιατί πίστευε πως ο γιός της ήτανε άξιο παιδί, αλλά όπως και να το κάμεις, σα μάνα του, ήξερε ότι ήτανε λίγο άβγαλτος για να ξεκόψει απ’ το σπίτι έτσι απότομα. Έδε κει γύρω τριγύρω, ίσα με τον Αστακό και λίγο στη Πάτρα αν είχε πάει με τα γρι γρι. Μα κι εκεί, είναι ζήτημα αν είχε ξεβγεί λίγο παραόξου απ’ το καΐκι. Όλο απάνου στον άμμο με τα δίχτυα εβολόδερνε. Ενώ τώρα, ένας Θεός ξέρει που θα διάβαινε με το στρατό! Χρειαζόντανε μάτι δικού της ανθρώπου, ξεβγαλμένου, «να τονε σκεπάζει και να ντονε προστατεύει», τώρα στην αρχή τουλάχιστον, αλλά που; Δεν έβλεπε να πηγαίνει μαζί του άλλος που να νιώθει, οξόν απ’ το Μάσο τον Πανάκο (Γεράσιμος Γρηγορίου Μάντζαρης – Τσιριμώκος). Όχι βέβαια πως ήτανε κι ο πιο κατάλληλος (ξομολογιόντανε μέσα της), γιατί… είχε κι αυτός τα δικά του, τις μπερμπαντιές του και τα κουσούρια του, αλλά να, στην αναβροχιά, καλό ήτανε και το χαλάζι κι αναστέναξε σιγανά. Τα ξεχνάει όλ’ αυτά τα τελευταία λοιπόν και την ώρα που ήτανε έτοιμοι να μπούνε στο καΐκι για να φύγουν, γυρίζει στον Γεράσιμο και του λέει:
«Γεράσιμε, το Γιώργο στο λαιμό σου».
Οπότε ο Γεράσιμος γυρίζει στη μπάντα και μονολογεί γελώντας:
Τώρα σιγουρόδεσες θειά Φταλία!
Κατόπιν στην ίδια όλο αυτοπεποίθηση:
Μη φοβάσαι τίποτα θειά Φταλία, άσε το Γιώργο απάνου μου κι ούλα καλά θα πάνε. Μη στενοχωριέσαι, θα δεις, μια χαρά θα περάσουμε στο στρατό, όλο παρέα θά ‘μαστε.
Νά ‘σαι καλά μωρέ Γεράσιμε, είπε πάλι η θειά Φταλία, ξαλαφρωμένη κάπως και τό ‘καμε μύριες ευκές.
Σημείωση
Ειρήνη το καΐκι που έκανε την συγκοινωνία Βαθύ – Λευκάδα, για πάρα πολλά χρόνια. Άραζε μόνιμα εκεί που έχει παπουτσάδικο σήμερα ο Κατωπόδης (Κουτσούριας) σήμερα.
Την ιστοριούλα αυτή την άκουσα από τον Πλάκο (Γεώργιο Γρηγορίου Μάντζαρη – Πανάκο), αδελφό του Γεράσιμου.
ΝΤΟΠΙΕΣ ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ
Συχνά ορισμένοι Μεγανησιώτες που αντιμετωπίζουν δυσκολίες γενικά, όπως επαγγελματικές, οικονομικές, υγείας ή ξέρω ‘γω τι άλλο, αν ρωτηθούν, τι κάνεις ή πως πάει; σου απαντούν:
Τι να κάνω ή πώς να πάει, πάμε σιγά – σιγά με τα κουπιά και να κόβεται κι ο στρόπος*.
Σημείωση
1. Είναι έκφραση βγαλμένη απ’ τις δυσκολίες της καθημερινότητάς του. Τα κουπιά υποδηλώνουν την βραδύτητα, την βραδυπορία (δεν έχει μηχανή) κι ο στρόπος* που κόβεται, την δυσκολία, διότι η αντικατάστασή του κάθε φορά, προϋποθέτει σταμάτημα της βάρκας, με συνέπεια την καθυστέρηση, αν όχι και τον κίνδυνο ξεπεσμού της κάπου. Μ’ άλλα λόγια προχωρώ και αργά και δύσκολα.
2. Το πρόσταγμα προς τον αρχαίο Έλληνα κωπηλάτη, για να βάλει το κουπί εις την τρύπα της πλευράς του πλοίου του, ώστε να είναι έτοιμος στο επόμενο πρόσταγμα να κωπηλατήσει, ήταν: «τροπούσθε». Εικάζω ότι ο στρόπος του σημερινού Μεγανησιώτη, σχετίζεται με το αρχαιοελληνικό τροπούσθε.
Γλωσσάρι
Στρόπος το σχοινάκι που τυλίγομε τρείς – τέσσαρες φορές εις το μέσον περίπου του κουπιού, και με ειδικό κόμπο το φκιάνομε μία θηλή, από την οποία και το κρεμάμε (το στοπώνουμε) στον σκαρμό*, όταν θέλομε να κωπηλατήσουμε.
Σκαρμός ένα ξύλο, μήκους είκοσι περίπου εκατοστών, και διαμέτρου περίπου τριών, που στερωμένο στην κουπαστή της βάρκας, εξέχει κάθετα και στο οποίο κρεμάμε (στροπώνουμε) το κουπί.
όμορφη ιστοριούλα 👍😍😍😍