Η πρακτική που ακολουθούσαν στις τράτες του νησιού, ιδίως προπολεμικά*, ήταν:
μόλις πουλούσαν τα ψάρια, ο καπετάνιος (και ιδιοκτήτης πάντα της τράτας), να μοιράζει στο πλήρωμα το μερδικό* τους. Αυτοί, θέλεις πολύ, θέλεις λίγο ήταν, το παίρνανε, πρώτον γιατί το είχαν πάντα άμεση ανάγκη και δεύτερον γιατί είχε αποδειχθεί στην πράξη, πως τ’ αφεντικά, δε διέθεταν και τόσο καλή μνήμη…
Ο Γολιός (Γεώργιος Διονυσίου Δάγλας, από την οικογένεια Αρεμούνχου), θέλησε να γίνει εξαίρεση. Είχε βαρεθεί ο καημένος να δουλεύει συνέχεια στην τράτα και λεφτά στη τσέπη του να μη βλέπει. Μεροδούλι – μεροφάι τά ‘φερνε. Έτσι μια μέρα, ούτε και ξέρει πως τού ‘ρθε και είπε στον καπετάνιο του, να μη του δίνει κάθε λίγο και λιγάκι το μερδικό του, αλλά να του το φυλάει, μέχρι να γίνουν πολλά αυτά που θά ‘χε να λαβαίνει. Ήθελε να δει στο χέρι του λεφτά μαζεμένα. Που ξέρεις, εξομολογήθηκε αργότερα, ίσως και να τον έφθαναν ν’ αγοράσει κάτι, μπορεί κι ένα βρακί (παντελόνι)… Θα ήταν ωραίο να το φοράει και να λέει, ότι ήταν πληρωμένο απ’ τον κόπο του στην τράτα.
Ο καπετάνιος κι εργοδότης του, δε του χάλασε το χατίρι. Του κρατούσε τα λεφτά όπως του ζήτησε, αλλά…. πως έγινε κι ανακατευτήκανε τόσο γρήγορα, τα δικά του με κείνα του Γολιού, ούτε που το κατάλαβε. Έπειτα, αν και δε θά ‘λεγε ότι τον ευχαριστούσε, ούτε όμως και ότι τον στενοχωρούσε ιδιαίτερα, χωρίς σχεδόν να το αντιληφθεί, τα ξόδευε σύμφωνα με τις ανάγκες του, που ατυχώς ήταν πολλές, ενώ… αυτά τα άτιμα τα λεφτά, πάντα λίγα. Θυμόντανε βέβαια λίγο και τον παλιο-Γολιό*, όμως… περίεργο…, όλο πιο αμυδρά όσο περνούσαν οι μέρες.
Αλλά, όπως ήταν αναμενόμενο, μία των ημερών ο Γολιός, αφού υπολόγισε, μ’ όσα γράμματα ήξερε, πόσα είχε να λαβαίνει κι αφού με χαρά έβγαζε ότι έγιναν κάμποσα, του τα ζήτησε, έχοντας μάλιστα καλοσχεδιάσει και τι ψώνια θά ‘κανε μ’ αυτά.
Ο καπετάνιος του πρόθυμος, έβαλε το χέρι του στην τσέπη που "πάντα και ξέχωρα" του τα φύλαγε για να του τα δώσει, αλλά… τα λεφτά δεν υπήρχαν εκεί. Τι στο καλό είπε παραξενεμένος, αφού εκεί ήτανε μέχρι λίγο πριν, που στο καλό πήγανε; και συνέχισε να ψαχουλεύει στις τσέπες του γεμάτος απορία. Αν ήταν δυνατόν; μονολόγησε…. Λες μωρέ να μουπέσανε και να τά ‘χασα… ; ρώτησε τον Γολιό, που ήδη τον λούζει κρύος ιδρώτας. Μπα, στο σπίτι μου θα τ’ άφηκα συμπέρανε κατόπιν, δε γίνεται…, θα κοίταζε μήπως τά ‘φησ’εκεί και θα τού ‘λεγε…
Τελικά, τα λεφτά ούτε στο σπίτι του τα βρήκε και δε μπορούσε να καταλάβει πού στο καλό πήγανε! Τον Γολιό όμως δε τον απογοήτεψε. Άααα, ούλα κι ούλα… Θα του τά ’δινε κι ο κόσμος να χάλαε. Του το διαβεβαίωσε μάλιστα με όρκους βαριούς …
Έπειτα του είπε: Σιγά τα λεφτά ωρέ Γολιέ… Αμέσως μόλις μαλακώσει ο καιρός, θα πάμε απάνου στη Πεταλού. Ξέρω μια καλάδα* εκεί, σκέτο περιβόλι. Με την πρώτη καλαρισά* που θα ‘κάνουμε, θα φορτώσει η βάρκα μας μαρίδα κι ότι άλλο ακόμη ψάρι βάζει ο νούς τ’ ανθρώπου. Και του το ξεκαθάρισε: με το που θα τα πούλαε, και θά ‘πιανε λεφτά στα χέρια του, θα του τά ‘δινε και με το παραπάνου*, δελέγκου* και χωρίς άλλη κουβέντα. Γι’ αυτό, δεν ήθέλε να τον βλέπει σεχλετισμένο*…. Ύστερα με ύφος πατρικό τον αποπήρε: Μπα σε καλό σου, τι μούτρα είν’ αυτά που κατέβασες…. Αυτό δα μας έλλειπε τώρα…
Για κακιά τύχη όμως του Γολιού, πλακώσανε κάτι Σοροκάδες* στην αρχή, ύστερα το γύρισε σε κάτι Πουνεντογάρμπια* Παναγία βόηθα…, καλή μέρα δεν είδανε. Τι ήθελες να σου κάνει κι ο καπετάνιος του. Αναγκάστηκε, κι αλλιώς δε γινόντανε, να βολοδέρνει με την τράτα εδεκεί*, γύρω - τριγύρω απ’ τη Βουρλιά και τη Μακριαπούντα. Αλλά τι ψάρια ήθελες κι εσύ να πιάνανε, άμα δε ξανοιγόντανε παραόξου*. Ίσα-ίσα για φαί βγάζανε δε βγάζανε.
Παρ’ όλ’ αυτά, ο Γολιός έπαιρνε τις διαβεβαιώσεις του απ’ τ’ αφεντικό: δε θά ‘χανε τα λεφτά του, μωρέ μεκάρι* να χάλαε ο κόσμος ούλος, να ‘ρχρόντανε τ’ πάνου – απ’ κάτου…
Ο καιρός όμως δεν έσαζε, τα πράγματα δεν ήρθαν όπως τα θέλανε… κι ο Γολιός περίμενε….
Τελικά ο άτυχος, δεν έχασε μόνον τα λεφτά του. Το πάθημά του έγινε μολόημα* και το όνομά του, αν και λίγο άδικα, ταυτόσημο της αφέλειας. Ακούς ακόμη και στις μέρες μας τους μεγαλύτερους, όταν θέλουν ν’ αναφερθούν σε παρόμοιες περιπτώσεις , να λένε:
Τά ‘φισε κι αυτός να γίνουνε πολλά σα τον Γολιό, την έπαθε σα τον Γολιό, ή, περιμένει κι αυτός σα τον παλιο-Γολιό.
Γλωσσάρι
Προπολεμικά εδώ, πριν τον Β. Παγκόσμιο Πόλεμο.
Μερδικό μερίδιο.
Παλιο-Γολιός εδώ, με την ένια του καημένου.
Καλάδα ο ελεύθερος εμποδίων χώρος-βυθός της θάλασσας, στον οποίο ρίχνουν και στην συνέχεια σέρνουν την τράτα, για να αγκαλιάσει αρχικά και στη συνέχεια να κλείσει μέσα (παγιδεύσει) τα ψάρια που υπάρχουν εκεί.
Καλαρισά το ρίξιμο της τράτας για ψάρεμα.
Παραπάνου περισσότερα, επιπλέον.
Δελέγκου αμέσως.
Σεχλετισμένος στενοχωρημένος.
Σοροκάδα ισχυρός Νοτιανατολικός άνεμος.
Πουνεντογάρμπι Νοτιοδυτικός άνεμος.
Εδεκεί εκεί δα.
Παραόξου Πιό έξω, πιό ανοιχτό πέλαγος.
Μεκάρι μακάρι.
Μολόημα διαχρονικό και άξιο διηγήσεως γεγονός.
留言