top of page
  • Εικόνα συγγραφέαΣταύρος Δάγλας

Η παραλαβή από τα ναυπηγεία του νεότευκτου M/V KRITI PLATINUM

Τον Δεκέμβρη του 1986 η εταιρεία AVIN του Βαρδινογιάννη, έστειλε εμένα σαν καπετάνιο μαζί με ορισμένους ακόμη ναυτικούς, κύρια μέλη ενός πληρώματος πλοίου, στο Σιμονοσέκι της Ιαπωνίας, για να παρακολουθήσουμε την αποπεράτωση της ναυπήγησης του πλοίου Kriti Platinum και ταυτοχρόνως να εξοικειωθούμε με το ίδιο το πλοίο, μέχρι να το παραλάβουμε και να το ταξιδέψουμε. Επρόκειτο για ένα φορτηγό 20475 τόνων, με μήκος 146 μέτρα και προδιαγραφές να φορτώνει γενικό φορτίο (general cargo) και κοντέινερ συγχρόνως. Είχε τέσσερα αμπάρια με κουραδόρους (1) - (tween deck - Twn deck) και γερανούς των 25 τόνων, δύο εκ των οποίων ημπορούσαν να ζευγαρώσουν ηλεκτρονικά και να σηκώσουν μέχρι και 50 τόνους. Ήταν ένα σύγχρονο και πολύ λειτουργικό καράβι, το τελευταίο από μια σειρά τεσσάρων αδελφών πλοίων που ναυπήγησε το ένα πίσω από το άλλο η εταιρεία μας στα εκεί ναυπηγεία του ναυπηγικού κολοσσού Mitsubishi. Στο παραπλήσιο Ναγκασάκι πάλι, η ίδια οικογένεια ναυπηγείων, ο Mitsubishi, μόλις είχε αποπερατώσει το χτίσιμο άλλων τεσσάρων πλοίων, πετρελαιοφόρων αυτή τη φορά, που η εταιρεία μας τους είχε παραγγείλει.


Η ονοματοδοσία του Kriti Platinum πρέπει να θεωρήθηκε από τους ιθύνοντες των ναυπηγείων Mitsubishi, σαν η κατάλληλη ευκαιρία για να εκφράσουν τις ευχαριστίες τους προς τον καλό τους πελάτη την AVIN και ίσως γι’ αυτό της έδωσαν μια ασυνήθιστη επισημότητα. Προσκάλεσαν να παρευρεθούν σ’ αυτήν, εκπροσώπους του τραπεζιτικού συστήματος, των ασφαλιστικών εταιρειών, του ανώτερου προσωπικού του νηογνώμονα (2) Λόιντς Ρέτζιστερ και αρκετούς άλλους παράγοντες. Από την εταιρεία μας παραβρέθηκε ο γιος του εφοπλιστή Βαρδή Βαρδινογιάννη, ο νεαρός τότε Γιάννης, πιο γνωστός ως Τζίγκερ, ο διευθυντής της εταιρείας μας ο κύριος Κώστας Μαραβέας, οι αρχιμηχανικοί της εταιρείας που παρακολουθούσαν την ναυπήγηση του καραβιού κι από το πλήρωμα, εγώ με τον πρώτο μηχανικό του καραβιού, τον υποπλοίαρχο και κάποια άλλα μέλη του.


Εκ μέρους του ναυπηγείου, παρευρέθηκε ο διευθυντής του και παράγοντες των εν γύρω ναυπηγείων της εταιρείας Mitsubishi και όσοι άλλοι που εγώ δεν κατάλαβα την ιδιότητα τους. Πανταχού παρών ο γλυκύτατος, εξυπηρετικός και πανέξυπνος προϊστάμενος του τμήματος δημοσίων σχέσεων του ναυπηγείου, (παράρτημα του business section) του οποίου το όνομα ατυχώς μου διαφεύγει ύστερα από τόσα χρόνια που γράφω αυτή την ιστοριούλα.


Το καράβι είχε καθελκυστεί καιρό πρωτύτερα και συνέχιζε η αποπεράτωσή του σε μία από τις προβλήτες του ναυπηγείου. Εκεί έγινε και η ονοματοδοσία του, με την συνήθη διαδικασία, μουσικές, κάποια λογύδρια, πάλι μουσικές και όλα όσα γίνονται σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Ο άνθρωπος που έσπασε την μπουκάλα της σαμπάνιας στην μάσκα (3) του καραβιού και ανάδοχός του, ήταν ο Γιάννης ο Βαρδινογιάννης. Με το σπάσιμο της μπουκάλας και την αναφώνηση του ονόματός του, Kriti Platinum, ακούστηκε από τα στόματα όλων η αυθόρμητη ευχή, τόσο στα Αγγλικά όσο και στα Ελληνικά, «καλοτάξιδο», ενώ πολλοί στράφηκαν σ’ εμένα για να μου ευχηθούν ύστερα από μία χειραψία το ίδιο. Ομολογώ ότι η ευχή όλων αυτών των ανθρώπων, που κατείχαν κάποιο υψηλό πόστο σε κάποια σπουδαία εταιρεία, μ’ ευχαριστούσε, αλλά κάπου μέσα μου, η ίδια αυτή η ευχή έκανε πιο βαρύ το αίσθημα της ευθύνης που έπεφτε πάνω μου, με την ανάληψη της πλοιαρχίας του συγκεκριμένου καραβιού.


M/V KRITI PLATINUM


Σαν βράδιασε, το ναυπηγείο παρέθεσε δείπνο σε όλους τους προσκεκλημένους του, στο κτίριο δεξιώσεων που το ίδιο διατηρούσε κοντά στα δικά του γραφεία. Έναν εκ των χώρων του, τον είχαν διαρρυθμίσει σε αίθουσα υποδοχής που ενώνονταν με τον χώρο εστίασης, όλα σε στιλ παραδοσιακό ιαπωνέζικο. Επί της υποδοχής των προσκαλεσμένων στην είσοδο του κτιρίου ήταν ο εβδομηνταπεντάχρονος διευθυντής του ναυπηγείου, ο οποίος αντάλλασσε με όλους τους προσερχόμενους θερμή χειραψία, συνοδευόμενη πάντα με υπόκλιση και ένα πλατύ χαμόγελο, στοιχεία και τα δύο απόλειπα της Ιαπωνικής κουλτούρας.


Η πρώτη αίσθηση που σου έδινε ο χώρος υποδοχής όταν έμπαινες σ’ αυτόν ήταν, ότι του έλειπε τουλάχιστον ένα μέτρο ύψος. Το υλικό που κυριαρχούσε στην κατασκευή του ήταν το φρεσκοβερνικωμένο ξύλο. Δεν είχε ταβάνι και όλα τα περαστά δοκάρια της σκεπής (ματέρια) από τον έναν τοίχο στον άλλο, απείχαν από τα κεφάλια των περισσοτέρων μας μερικά δάχτυλα κι ενστικτωδώς έσκυβες σε κάθε σου μετακίνηση για να μην χτυπήσεις σ’ αυτά. Εκείνος όμως ο πανύψηλος Κρητίκαρος ο Γιάννης ο Βαρδινογιάννης, σε κάποιον βηματισμό του θα πρέπει ν’ αφαιρέθηκε, δεν έσκυψε και το κεφάλι του άρπαξε μία ψιλή σε ένα απ’ αυτά. Ξαφνιασμένος γύρισε να δει που τρακάρισε, μισογέλασε και φέρνοντας αυθόρμητα το χέρι στο σημείο που χτύπησε άρχισε να το τρίβει, κάνοντας έναν αδιόρατο μορφασμό με τα μάτια και το πρόσωπό του. Αν γίνονταν όμως να παραβλέψει κανείς τα όσα ανάφερα για το ύψος αυτού του χώρου, άνετα θα ημπορούσε να πει ότι τα πάντα εκεί μέσα ήταν απλά, λειτουργικά και πεντακάθαρα, χωρίς στοιχεία πολυτέλειας.


Κατά την προσέλευση στο δείπνο (πρώτος από δεξιά)


Το τραπέζι του δείπνου στην αίθουσα εστίασης ήταν χαμηλό κι εμείς αφού καθίσαμε στα αναπαυτικά μαξιλάρια που υπήρχαν σε κάθε θέση στο τραπέζι, βρήκαμε την ευκαιρία να συστηθούμε στους τυχόν άγνωστους διπλανούς μας και ν’ ανταλλάξουμε μεταξύ μας μερικές κουβεντούλες, τυπικές ως συνήθως σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Η πρώτη κουβέντα όλων με όσους μίλησα, μόλις άκουγαν ότι είμαι ο καπετάνιος του καραβιού, ήταν να μου ευχηθούν να έχω καλά ταξίδια. Ομολογώ όμως ότι κάθε ευχή που μου έδιναν την δεχόμουν με χαρά, αλλά η ίδια αυτή η ευχή με έκανε να νιώθω ακόμη μια φορά επαυξημένη την ευθύνη που έπεφτε επάνω μου αναλαμβάνοντας την παραλαβή και διακυβέρνηση αυτού του νεότευκτου μοντέρνου ναυπηγήματος.


Το μενού του δείπνου ως αναμένονταν άλλωστε, ήταν ιαπωνέζικο. Όχι όμως βαρύ-βαρύ ιαπωνέζικο κι ο Ευρωπαίος, αν τυχόν δεν ήταν της προτίμησής του η ανατολίτικη κουζίνα, ημπορούσε άνετα να διαλέξει μέσα από την ποικιλία των φαγητών που σερβίριζαν κάτι για να φάει. Το σερβίρισαν όλο χάρη, κοπέλες ντυμένες με κιμονό και χτενισμένες με τον παραδοσιακό τρόπο που βλέπουμε στα καρτ ποστάλ, πάντα γονατιστές και καθήμενες στα λυγισμένα προς τα πίσω πόδια τους.


Περί το τέλος του φαγητού, ο διευθυντής του ναυπηγείου επήγε στο μικρόφωνο και αφού ευχαρίστησε όλους τους παρευρισκόμενους για την εκεί παρουσία μας, κατά το δικό τους έθιμο, ετραγούδησε ένα ιαπωνέζικο τραγούδι αφιερωμένο με πολλά κομπλιμέντα πάλι σ’ εμάς. Κατά το έθιμό τους όμως πάντα, κάθε αντιπροσωπεία του κάθε φορέα, από όσους παρευρίσκονταν, έπρεπε να στείλει τουλάχιστον ένα από τα μέλη της, να πει ένα ή και περισσότερα τραγούδια αν ήθελε, σε όποια γλώσσα προτιμούσε, για να τιμήσει την εκλεκτή ομήγυρη. Σημασία αν τραγουδούσε καλά ή όχι δεν έδιναν και μου έκανε εντύπωση το πόσο έδειχνε να εκτιμούν όλοι, αλλά και οι Ιαπωνέζοι περισσότερο, την πρόθεση και την προσπάθεια αυτού που τραγουδούσε να τιμήσει περισσότερο, αλλά και να ευχαριστήσει με το τραγούδι του, στο κατά δύναμη, τους παρευρισκόμενους. Κατάλαβα ότι οι περισσότεροι ξένοι που βρίσκονταν εκεί, γνώριζαν το έθιμο και ήταν κατά κάποιον τρόπο προετοιμασμένοι. Εμείς όμως το προσωπικό του καραβιού, δεν το γνωρίζαμε και επειδή έβλεπα ότι όπου να‘ναι έρχονταν η σειρά μας, εκοίταξα στα ψιθυριστά να κάνω μια συνεννόηση μαζί τους, για να διαλέξουμε ποιο τραγούδι θα λέγαμε. Αυθόρμητα όμως μου είπε ο υποπλοίαρχος να πούμε κάποιο που γνώριζε και ανάφερε το όνομά του. Ναι, άκουσα και κάποιον άλλο να συμφωνεί, το ξέρω κι εγώ. Θεόσταλτοι είσαστε σκέφθηκα, τους ξεκαθάρισα όμως, ότι εγώ δεν το γνωρίζω και,…θα το παίζω «κομπαρσαρία». Μη στενοχωριέσαι μου απαντάει πάλι ο υποπλοίαρχος, το ξέρω’γω. Ναι-ναι, με καθησύχασε κι ο άλλος. Κι εγώ φυσικά αναπαύθηκα.


Σαν ανακοίνωσαν ότι ήρθε η σειρά του καραβιού να τραγουδήσει, εσηκωθήκαμε και πήγαμε στο μικρόφωνο, για να πούμε φυσικά το τραγούδι που είχαμε συμφωνήσει. Αρχίζει το τραγούδι λοιπόν ο υποπλοίαρχος μαζί με τον άλλο που το γνώριζε, αλλά… στον δεύτερο στίχο, ξέχασαν πως λέει παρακάτω. Έπεσε στιγμιαία αμηχανία και για να μη γίνουμε τελείως ρεζίλι, έβαλα το μυαλό μου να δουλέψει και εφτανήσιος ων, μου ήρθε στον νου εκείνο το «Ζάκυνθος και Κεφαλλονιά Κέρκυρα και Λευκάδα…». Χωρίς να χάσω στιγμή άρχισα να το λέγω με την φάλτσα φωνάρα μου, που ευτυχώς μισοχάθηκε μέσα στις φωνές των άλλων της παρέας που αμέσως με συνόδευσαν. Το ακροατήριο εμισογέλασε με την αμηχανία, αλλά θέλεις από ευγένεια, θέλεις του άρεσε το δεύτερο τραγούδι που αρχίσαμε, έριξε κι ένα ψιλοχειροκρότημα.


Σαν τελειώσαμε και πήγαμε στην θέση μας, ο εκπρόσωπος της ομάδας του Νηογνώμονα Λόιντς Ρέτζιστερ που κάθονταν δίπλα μου και είχαμε γνωρισθεί, με υποδέχθηκε λέγοντάς μου χαμογελαστά: άαα καπετάνιε, στα δύσκολα επήρες το τιμόνι στα χέρια σου κι απόφυγες την ξέρα. Φυσικά εγελάσαμε. Σαν πήρε όμως αέρα η ομάδα μας, μέχρι και τραγούδια της Σίφνου τους είπαμε, γιατί ο πρώτος μηχανικός ήταν από’κεί και ήξερε αρκετά νησιώτικα. Αφού λοιπόν κατέβασε μερικά ποτηράκια, δεν θυμάμαι αν ήταν κρασί ή σάκε, βάλθηκε να τα πει καταχειροκροτούμενος.


Με το πέρας του δείπνου, επέστρεψα στο ξενοδοχείο που εμέναμε και σαν ηρέμησα κάπως από την ένταση της όλης ημέρας, εκατάλαβα ότι τα συναισθήματα που με διακατείχαν, εναλλάσσονταν μεταξύ χαράς και μιας αίσθησης ασυνήθιστα μεγάλης ευθύνης, που την ένιωθα να πέφτει βαριά στους ώμους μου, με την ανάληψη της πλοιαρχίας του συγκεκριμένου καραβιού. Αιτία θα πρέπει να ήταν η τόση επισημότητα που προηγήθηκε, γιατί κατά την παραλαβή που έκανα στο νεότευκτο πάλι Kriti Garnet τέσσερα χρόνια πριν, ένιωσα τα ίδια μεν πράγματα, αλλά όχι σ’ αυτό το μέγεθος. Τώρα έπρεπε να αποδείξω το δίχως άλλο, σε όλα τα τόσο υψηλά πρόσωπα που γνώρισα στην ονοματοδοσία του καραβιού και όχι μόνον, ότι η διακυβέρνηση του Κρήτη Πλάτινουμ παραδόθηκε σε ικανά χέρια.


Στις 14 του Γενάρη του 1987, ήρθε στο καράβι ο Έλληνας Προξενικός Λιμενάρχης από το Κόμπε της Ιαπωνίας που έδρευε, για να κάνουμε σύμφωνα με τις προβλεπόμενες διαδικασίες, λίγο περίπλοκες για την αλήθεια, την αναγραφή του καραβιού στα Ελληνικά νηολόγια και την μεταβίβαση της κυριότητος του πλοίου από το ναυπηγείο στους νέους ιδιοκτήτες του, την εταιρεία μας, εκδίδοντας την ίδια στιγμή το πιστοποιητικό Εθνικότητος του καραβιού. Από την στιγμή εκείνη αποκτούσαμε και το δικαίωμα να υψώσουμε την γαλανόλευκη στο καράβι επίσημα πλέον. Οι λαμαρίνες δηλαδή στις οποίες πατάγαμε, έγιναν πλέον Ελληνικό έδαφος. Όλα αυτά που γράφω, τα περί νηολογήσεως του καραβιού, μοιάζουν τυπικά πράγματα, την στιγμή όμως που είπα στον ανθυποπλοίαρχο του καραβιού, να στείλει έναν ναύτη να σηκώσει στο άλμπουρο την ελληνική σημαία, ένιωσα σαν να μη δίνω μια συνηθισμένη εντολή, γιατί κατάλαβα ότι στη φωνή μου υπήρχε και κάποια συγκίνηση.

Eν συνέχεια μαζί με τον Προξενικό Λιμενάρχη εσυντάξαμε το Ναυτολόγιο του καραβιού, καταχωρώντας σ’ αυτό όλα τα μέλη του πληρώματος που θα αποτελούσαν το συγκροτημένο πλήρωμά του. Από εκείνη την στιγμή το καράβι, ήδη εφοδιασμένο με τα απαραίτητα καύσιμα, λιπαντικά, νερό, τρόφιμα και υλικά, ήταν και τυπικά έτοιμο ν’ αναχωρήσει από το ναυπηγείο για τον όποιο προορισμό η εταιρεία μας θα επιθυμούσε. Δεν είχε βρει όμως ακόμη κάποιον ναύλο κι έτσι επρογραμμάτισε την αναχώρησή μας για την άλλη μέρα.


Σελίδες του ναυτικού μου φυλλαδίου με την ναυτολόγησή μου


Την επομένη λοιπόν πριν το μεσημέρι, ήρθε στο καράβι ο πιλότος του λιμανιού, ρυμουλκά κι εμείς του καραβιού με έτοιμη την μηχανή, επήραμε τις θέσεις που έπρεπε να έχουμε για ν’ αναχωρήσουμε. Η φιλαρμονική του ναυπηγείου, ήταν ήδη παραταγμένη στην προβλήτα φορώντας την επίσημη στολή της και επαιάνιζε διάφορα ωραία κομμάτια ενώ εμείς με το που δέσαμε τα ρυμουλκά, αρχίσαμε να λύνουμε κάβους. Αφήνοντας την προβλήτα, ακούστηκε από τα μεγάφωνα του ναυπηγείου ο Ελληνικός εθνικός ύμνος κι αμέσως μετά διάφορα κατευόδια. Λίγο μετά μας έπαιξαν εκείνο το νοσταλγικό αργό βαλς «το βαλς του αποχωρισμού», μια μικρή παύση, ένα ακόμη κατευόδιο του ναυπηγείου από τα μεγάφωνα, τους αποχαιρέτησα κι εγώ με τρεις σφυριξιές, εμπρός η μηχανή και οι τελετές έλαβαν τέλος, το καράβι έπαιρνε τον δρόμο του.


Χάρτης περιοχής από Σιμονοσεκι μέχρι και Φουκουόμα


Σχεδόν αμέσως μετά με ρωτάει ο πιλότος: «Καπετάνιε θα μείνετε πολύ στο αγκυροβόλιο του Mutsure που πάμε»; Δεν ξέρω του απάντησα, δίνοντας έμφαση σ’ αυτό που έλεγα με ένα ανασήκωμα των ώμων μου και μια ερωτηματική έκφραση στο πρόσωπό μου. Εξαρτάται από το πότε θα βρεθεί ναύλος για το καράβι. Φαίνεται να μην τον ευχαρίστησε αυτό που άκουσε και το κατάλαβα από μία κίνηση της κεφαλής του, χαρακτηριστική των Ιαπωνέζων όταν διαφωνούν με κάτι και στη συνέχεια μονολόγησε σιγανά. Θα ερμήνευα την όλη έκφρασή του, σαν μια μικρή αγανάκτηση που εμείς την διατυπώνουμε με ένα: γιατί μωρέεε. Από ευγένεια όμως, δεν τον ερώτησα κάτι περισσότερο.


Εδώ θα πρέπει να αναφέρω ότι από κάποιες ημέρες πριν, γνώριζα πως το καράβι με την αναχώρησή του από το ναυπηγείο, θα πήγαινε σε αγκυροβόλιο όπου θα παρέμενε μέχρι να ναυλωθεί. Η αγορά όμως όπως μου είπαν ήταν «ψόφια» και κανείς δεν γνώριζε το πόσο θα μέναμε στο περίμενε. Ύστερα απ’ αυτό, έψαξα στο Pilot Book (4) του Βρετανικού Ναυαρχείου που αναφέρονταν στην περιοχή, να δω ποιο ήταν το καταλληλότερο για την περίπτωσή μας αγκυροβόλιο.


Από την έρευνά μου συμπέρανα ότι το σύνηθες αγκυροβόλιο της περιοχής στην οποία ευρισκόμαστε, αυτό του Mutsure, δυτικά του δίαυλου του Moji, (στενό ανάμεσα στο νοτιότερο άκρο του κύριου νησιού της Ιαπωνίας Χονσού και του απέναντι νησιού Κιού Σού) - στον παράλληλο που βρίσκεται το Shimonoseki - δεν προσφέρονταν για μακροχρόνια αγκυροβολία και μάλιστα τον χειμώνα, επειδή βρίσκεται πάνω στο μάτι του Μαΐστρου ( ΒΔ ανέμου), καιρού που κατά το πλείστον επικρατεί την εποχή που διανύαμε. Αυτό γίνονταν εύκολα αντιληπτό και με μια απλή ματιά στον χάρτη. Εκείνο όμως που δεν ήξερα ήταν, ότι ο βυθός της θάλασσας σ’ αυτό (το αγκυροβόλιο) καλύπτεται από στρογγυλές πέτρες και ότι η άγκυρα του καραβιού δεν πιάνει, δεν γραπώνει καλά στον πυθμένα, συνεπώς όταν φυσάει δυνατά, τα καράβια σέρνουν τις άγκυρές τους. Αυτό καθόλου δεν μου άρεσε, διότι εκτός των άλλων, το καράβι μας έτσι ξεφόρτωτο όπως ήταν, είχε το μέγιστο των επιφανειών του έξω από την θάλασσα και η αντίσταση που παρουσίαζε στον αέρα, ήταν ασύγκριτα μεγαλύτερη από αυτήν που το ίδιο θα είχε αν ήταν φορτωμένο. Δηλαδή υπήρχε ένας επιπλέον λόγος να σύρει την άγκυρά του σε περίπτωση κακοκαιρίας.



Αν φουντάραμε όμως ανατολικά του στενού του Μότζι, κάπου στην περίκλειστη θάλασσα Suo Nada, όπου τα αγκυροβόλιά της προστατεύονται από τους χειμωνιάτικους καιρούς, το καράβι θα ήταν πιο ασφαλές εκεί. Το ήξερα από προηγούμενες φορές που αναμείναμε σ’ αυτά τα μέρη με άλλα καράβια. Γι’ αυτό και ζήτησα από τον πράκτορα του καραβιού, αν ήθελε χρειασθεί να παραμείνουμε σε αγκυροβόλιο, να κανόνιζε με τις αρχές εκεί να πάμε.


Ο πράκτορας όμως επανήλθε λίγο αργότερα σ’ εμένα και μου είπε ότι ύστερα από διάφορες συνεννοήσεις που είχε, απεφασίσθη ότι το αγκυροβόλιο αναμονής του καραβιού θα είναι το Mutsure. Δεν πολυέψαξα το πώς και το γιατί και τώρα προχωρούσαμε προς αυτό, εκεί θα αγκυροβολούσαμε.


Περίπου μια ώρα αργότερα, εφουντάραμε την αριστερή άγκυρα σ’ αυτό με 7 κλειδιά (5) -(192 μέτρα) καδένα στην θάλασσα. Πριν φύγει όμως από την γέφυρα ο Ιάπωνας πιλότος, θεώρησε σωστό σαν γνώστης της περιοχής που ήταν, να μου δώσει μερικές πληροφορίες και συμβουλές. Ο καιρός μου είπε στον οποίο είναι εκτεθειμένο ετούτο το αγκυροβόλιο όπως βλέπεις, είναι ο βορειοδυτικός και ατυχώς ετούτη την εποχή συνήθως από εκεί φυσάει, τον κατεβάζει η ιαπωνική θάλασσα και η χερσόνησος της Κορέας. Σε παρακαλώ πολύ, όποτε δυναμώνει ο αέρας, να προσέχεις μήπως το καράβι σύρει (παρασύρει) την άγκυρά του, γιατί ο βυθός της θάλασσας στην περιοχή που φουντάραμε καλύπτεται από στρογγυλές πέτρες και γι’ αυτό η άγκυρα του καραβιού δεν πιάνει (δεν γραπώνει) καλά στον πυθμένα. Με άλλα λόγια μου επιβεβαίωσε τα όσα ήδη είχα σκεφθεί και είχα διαβάσει στο Pilot Book.


βαρούλκο αγκύρας (πόμπα)


Τον ευχαρίστησα για τις συμβουλές του, τον χαιρέτησα και είπα στον ανθυποπλοίαρχο να πάρει ένα γουόκι τόκι (6) στο χέρι και μαζί με τον σκάπουλο (7) να τον συνοδέψουν μέχρι την κομπινέσιον (8) σκάλα του πιλότου, που θα κατέβαινε για να φύγει. Από το φτερό (9) της γέφυρας με ένα γουόκι τόκι κι εγώ στο χέρι, παρακολούθησα το κατέβασμά του και την επιβίβασή του στην πιλοτίνα (10), που με σβέλτες και ακριβείς μανούβρες είχε έρθει και ακουμπούσε σταθερά στο καράβι ακριβώς κάτω από την σκάλα. Πριν χαθεί στο εσωτερικό της, έστρεψε το κορμί του προς εμένα και με χαιρέτησε κουνώντας το δεξί του χέρι. Του ανταπέδωσα τον χαιρετισμό κατά τον ίδιο τρόπο, ενώ την ίδια στιγμή άκουσα την πανίσχυρη μηχανή της πιλοτίνας να ανεβάζει απότομα στροφές και μουγκρίζοντας να φεύγει σαν σαΐτα για την βάση της.



Πιλότος που μόλις έφυγε από την πιλοτίνα και ανεβαίνει σε πλοίο από κομπινέσιον σκάλα (το ύψος του καραβιού μέχρι το κατάστρωμα από το σημείο που τελειώνει η κάθετη κόκκινη γραμμή και συνεχίζει προς τα πάνω ως άσπρη –άνω της λέξηςPILOT -είναι 9 μέτρα)


Δεν υπήρχε λόγος να μένω άλλο εκεί. Εχτύπησα πέρας (Finish) με τον τηλέγραφο στην μηχανή, τους ενημέρωσα για όλα όσα αφορούσαν το αγκυροβόλιο και συμφωνήσαμε να κρατούν την μηχανή έτοιμη για κινήσεις με μία δεκάλεπτη μόνον προειδοποίηση.


Με τους αξιωματικούς της γέφυρας εκανονίσαμε να κάνουν βάρδιες στην γέφυρα σε 24ωρη βάση, όπως όταν είμαστε στο πέλαγος, με κύρια φροντίδα τους τον έλεγχο της θέσης του καραβιού και ότι αυτή παραμένει αναλλοίωτη πάνω στον χάρτη. Ήταν εύκολο να το κάνουν, διοπτεύοντας (11) τα γύρω φανάρια ή όποιο άλλο ευδιάκριτο σημείο της στεριάς προτιμούσαν. Αν χρειάζονταν βέβαια, είχαν στην διάθεσή τους και τα δύο ραντάρ του καραβιού, με τα οποία ημπορούσαν να διασταυρώσουν την ακριβή θέση του. Κι ενώ βάζαμε αυτά τα πράγματα σε σειρά, μέσα μου έκανα δύο ευχές. Η μία ήταν να ναυλωθεί το καράβι το γρηγορότερο, για να φύγουμε απ’ αυτό το αφιλόξενο μέρος, έτσι το χαρακτήρισα από την πρώτη στιγμή και η άλλη, να έχουμε καλό καιρό όσο θα παραμέναμε σ’ αυτό.


Παλινώριο


Οι βουλές των καπεταναίων όμως σ’ αυτές τις περιπτώσεις δεν πολυμετράνε. Οι μέρες περνούσαν και ποστιάζονταν η μία πάνω στην άλλη, αλλά η είδηση της ναύλωσης δεν έφθανε. Όσο για τον καιρό, σαν χειμώνας που ήταν, άλλοτε ήταν ζορισμένος κι άλλοτε πιο μέτριος. Οι νηνεμίες μας είχαν ξεχάσει. Ο αέρας έρχονταν κατά το πλείστον ψυχρός απ’ τον Μαΐστρο (ΒΔ). Τον έστελναν τα παγωμένα βουνά της Κορέας, της ανατολικής Κίνας και της Σιβηρίας.


Μ’ αυτά και τ’ άλλα, φθάσαμε στα τέλη του Γενάρη και το δελτίο έδινε επιδείνωση του καιρού χωρίς όμως να μιλάει και για θυελλώδεις ανέμους. Ήδη όμως τον έκανε φρέσκο από τα ΒΔ – ΒΒΔ με διαθέσεις κατά τις ενδείξεις να φορτσάρει. Πάντως μέχρι και την πρώτη του Φλεβάρη το βράδυ εκρατιόμαστε στο αγκυροβόλιο, η άγκυρα, όπως κι αν είχε πιάσει στον βυθό, μας κρατούσε. Όμως καθώς νύχτωνε και κοντά ν’ αλλάξει η βάρδια 4-8 το βράδυ, το σφύριγμα του αέρα στ’ άλμπουρο μεγάλωνε και ο δείχτης του ανεμοδείχτη που υπήρχε πάνω απ’ τα κεφάλια μας στο άνω μπροστινό μέρος της γέφυρας, δίπλα στους άλλους ενδείκτες, του δρομομέτρου, στροφόμετρου, γωνιοδείχτη πηδαλίου και κλινόμετρου, όλο κι ανηφόριζε, ενώ το καράβι άρχισε να σκορτσάρει στο κύμα που όλο και ξεσηκώνονταν.


Για να είμαι σίγουρος ότι η άγκυρα του καραβιού δεν ξεσέρνει στον βυθό, από την πίεση του κυματισμού που είχε ξεσηκωθεί και του αέρα πάνω στο σώμα του καραβιού και τις υπερκατασκευές του, έβαλα ένα από τα δύο ραντάρ σε ενέργεια και τον μεταβλητό κύκλο μέτρησης αποστάσεων που είχε, τον έφερα μόλις ν’ ακουμπάει στην στεριά που βρίσκονταν στην διεύθυνση της πρύμης μας. Μετά κατέβηκα στην ρεσπέτζα (12) μου να φκιάσω μια κούπα Ελληνικό καφέ όπως εγώ τον ήθελα, για να βρεθώ μερικά λεπτά αργότερα με την κούπα στο χέρι, μπροστά απ’ το ραντάρ και να ελέγχω στην οθόνη του, αν ο κύκλος αποστάσεων παρέμενε όπως τον άφησα, μόλις να εφάπτεται δηλαδή στη στεριά. Χάρηκα που η σχέση τους παράμενε αμετάβλητη, αλλά το σφύριγμα του αέρα που δυνάμωνε, καθόλου δεν μ’ ευχαριστούσε, γι’ αυτό εκάλεσα στο τηλέφωνο τον πρώτο μηχανικό. Του εξήγησα πως έχει ο καιρός και του είπα να ετοιμάσει την μηχανή, γιατί υπήρχε περίπτωση να την χρειασθούμε για να κάνομε κινήσεις. Ο γραμματικός (13) όσο άκουε το τηλεφώνημά μου, μ’ εκοίταζε στα μάτια κι επιδοκίμαζε τα όσα έλεγα σιγοψιθυρίζοντας και κουνώντας καταφατικά το κεφάλι του.


οθόνη ραντάρ


Εν τω μεταξύ η ώρα είχε πάει οχτώ κι ο ανθυποπλοίαρχος ανέβηκε στην γέφυρα να σκαντζάρει τον γραμματικό, ενώ από πίσω του ακολουθούσε ο ναύτης που θα έκανε μαζί του την 8-12. Είπα όμως στον γραμματικό να μη φύγει από την γέφυρα ή αν είχε λόγο να κατεβεί, να γύριζε το γρηγορότερο. Αυτός όμως προτίμησε να παραμείνει. Ό, τι κουβέντα κι αν ανοίγαμε, σε στιγμές μέσα ξαναγύριζε στον καιρό και προσέχαμε τον αέρα που δυνάμωνε προοδευτικά και δυσχέραινε με το βουητό του την όποια προφορική μας συνεννόηση. Σε λιγάκι έκανε την εμφάνισή του στην γέφυρα κι ο πρώτος μηχανικός για να μου πει ότι η μηχανή θα ήταν έτοιμη για κινήσεις από στιγμή σε στιγμή, αλλά επειδή οι κινήσεις εγίνονταν από την γέφυρα, κάτι καινούργιο για εμένα (η μηχανή ήταν bridge control όπως συνηθίσαμε κι εμείς να το λέμε), επροτιμούσε να τις παρακολουθεί από τα όργανα της, στην γέφυρα. Απαρτία βλέπω, είπα μισογελώντας. Πραγματικά, απάντησε ο πρώτος μ’ ένα χαμόγελο, στρέφοντας την ματιά ένα γύρω στους παρευρισκόμενους, ευτυχώς που η γέφυρα χωράει, οι Ιαπωνέζοι μας την έφκιασαν μεγάλη.


Άσχετα από το τι κουβεντιάζαμε, εμένα κάτι μ´έτρωγε και η ματιά μου σπανίως ξέφευγε από την οθόνη του ραντάρ. Κάποια στιγμή παρατήρησα αυτό που δεν θα ήθελα να δω. Ο κύκλος μέτρησης αποστάσεων σιγά σιγά προχωρούσε προς το εσωτερικό της στεριάς και φυσικά η απόστασή μας απ’ αυτήν εμίκραινε. Είπα τι παρατηρώ κι ο υποπλοίαρχος στη στιγμή βρέθηκε δίπλα μου, για να το διαπιστώσει, ενώ ο ψηλότερος σε μπόι ανθυποπλοίαρχος πάσχισε να δει κι αυτός, ρίχνοντας ματιές πάνω από τον ώμο του υποπλοιάρχου, χωρίς όμως να καλοβλέπει. Ατυχώς, είναι όπως τα λες καπετάνιε, μου είπε μετά από λίγο ο υποπλοίαρχος. Ναι, του έγνεψα καταφατικά με το κεφάλι. Έπειτα, γυρίζοντας στον ίδιο του είπα μεγαλόφωνα λόγω της βοής του αέρα, αλλά για να ακούνε και οι άλλοι:


Το μόνο που βλέπω ότι πρέπει να κάνουμε για την ώρα, είναι να λασκάρουμε (14) ακόμη δυο κλειδιά καδένα στην θάλασσα (55 μέτρα), να φέρουμε δηλαδή το 9 στο νερό. Δέκα κλειδιά καδένα (275μ) έχει η κάθε άγκυρά μας είπα, άλλη δεν έχουμε να λασκάρουμε. Και μακάρι να κρατηθούμε, είπα περισσότερο στον εαυτό παρά στους άλλους, αλλά δεν το βλέπω, μονολόγησα κουνώντας δεξιά - αριστερά το κεφάλι μου. Ο βυθός όπως μας είπε ο πιλότος και όπως γράφει το Pilot Book δεν κρατάει.


Αμέσως μετά, στράφηκα στον πρώτο μηχανικός και του εξήγησα ότι όπως δείχνουν τα πράγματα θα την χρειασθούμε την μηχανή. Σε λιγάκι θα είναι έτοιμη μου ξανάπε. Ωραία, ας μας δώσουν τώρα ρεύμα οι μηχανικοί πλώρα (15) για να δουλέψουμε την πόμπα (16). Σε μια στιγμή μου ανάφερε: «ετηλεφώνησα και η πλώρη έχει ρεύμα».


Δεν πέρασε ένα λεπτό κι ακούσαμε τον χαρακτηριστικό ήχο του τηλέγραφου γέφυρας - μηχανής που υπήρχε πάνω στην κονσόλα χειρισμού της μηχανής από την γέφυρα. Έστρεψα την ματιά μου προς τα´κεί και είδα ότι οι μηχανικοί από το μηχανοστάσιο είχαν φέρει τον δείχτη του δικού τους τηλέγραφου στην θέση stand by (έτοιμοι), για να μας πουν ότι η μηχανή ήταν έτοιμη για κινήσεις. Μ' ένα νεύμα της κεφαλής μου ο ανθυποπλοίαρχος έφερε κι αυτός τον μοχλό του τηλέγραφου της γέφυρας στην ένδειξη stand by, εις ένδειξη ότι ελήφθη το μήνυμά τους, οπότε και ο τηλέγραφος έπαψε να βαράει. Την επόμενη στιγμή μας έδιναν και τα χειριστήρια της μηχανής στην γέφυρα για να κάνομε από την γέφυρα τις όποιες κινήσεις θέλαμε χωρίς την δική τους παρέμβαση. Την καινοτομία αυτή πρώτη φορά την συναντούσα σε καράβι. Μηνύματα των καιρών, σκέφθηκα.


Αμέσως μετά στράφηκα στον υποπλοίαρχο και του είπα, πάρε σε παρακαλώ τον λοστρόμο (17) και πηγαίνετε πλώρα, δουλέψτε λίγο την πόμπα μπρος - πίσω στο τρελό (18), κομπλάρετε (19) κατόπιν την καδένα και να είσαστε έτοιμοι για λάσκα (20) όταν σας πω.


Φεύγω για πλώρα ήταν η απάντησή του. Μερικά λεπτά αργότερα τον είδα στην κουβέρτα (21), μαζί με τον λοστρόμο, φορώντας και οι δύο τους χοντρό μπουφάν και κάποιον σκούφο, με έναν φακό στο χέρι ο καθένας, να περπατούν σκυφτά προς την πλώρη με δυσκολία, λόγω της κοντραδούρας (22) του αέρα.


Λίγο μετά άκουσα την πόμπα να δουλεύει με διακοπές, καθώς την δοκίμαζε φαίνεται ο λοστρόμος, άλλοτε στο βίρα (23) κι άλλοτε στο μάινα (24). Και ακολούθως, τον υποπλοίαρχο να μου λέγει στο γουόκι τόκι ανάμεσα σε αμέτρητα παράσιτα που προκαλούσε ο αέρας: «αριστερή άγκυρα κομπλαρισμένη και έτοιμοι για μάινα». Πώς είναι η καδένα τον ρώτησα, για να μου απαντήσει: «Φερμάρει (25) πολύ, κάθε φορά που σηκώνεται η πλώρη, ξενερίζει μέχρι πέρα πολύ μακριά». Έβαλα την μηχανή εμπρός αργά για κανένα λεπτό προκειμένου να ωθήσει λίγο εμπρός το καράβι και να χαλαρώσει το ζόρι πάνω της και για να του πω στη συνέχεια: μάινα καδένα. Μάινα πάει, μου αντιγύρισε, ενώ από το φτερό της γέφυρας που παρακολουθούσα την κατάσταση, άκουγα την καδένα να φεύγει προς τα έξω γρυλίζοντας καθώς έτριβε στην σκρόφα (26) και στο όκιο (27). Σε λίγο τον άκουσα να μου λέγει: «το οχτώ (κλειδί) στην πόμπα και συνεχίζω μάινα». Μάινα, φέρε το εννιά στο νερό, του απάντησα. Εκείνη τη στιγμή σκέφθηκα πως κάποια χρόνια πριν που δεν είχαμε τα γουόκι τόκι, η αναφορά των κλειδιών της καδένας που περνούσαν από την πόμπα, γίνονταν με ισάριθμες καμπανιές από την καμπάνα του καραβιού στην πλώρη. Σε λίγο πάλι τον άκουσα να μου αναφέρει: «το εννιά στο νερό και σφίγγω». Αγάντα (28) καδένα και περίμενε εκεί, του απάντησα.


Μάρτυρας για το αν πέτυχε η προσπάθειά μας θα ήταν το ραντάρ, γι’αυτό στάθηκα μπροστά του και στρίβοντας απαλά το κουμπί του κύκλου αποστάσεων, έφερα τον μεταβλητό κύκλο και πάλι μόλις ν’ ακουμπάει στην ακτογραμμή που βρίσκονταν στα πρύμα (29) μας. Μετά από κάνα πεντάλεπτο ρώτησα τον υποπλοίαρχο, πως βλέπει την καδένα. Φερμάρει πολύ δυνατά μου απάντησε, ξενερίζει μέχρι πέρα μακριά, αλλά δεν δείχνει να σέρνει. Αυτό με ευχαρίστησε, το ίδιο διαπίστωνα κι εγώ από το ραντάρ. Πίστεψα πως ίσως και να πέτυχε η προσπάθειά μας και μη βλέποντας άλλο τον λόγο να μένουν εκεί εκτεθειμένοι στον σφοδρό παγωμένο αέρα, του είπα: «βάλτε το στόπερ (30) κι ελάτε πρύμα». Στόπερ στη θέση του, μου απάντησε σε λίγο, ερχόμαστε πρύμα, κι αμέσως μετά, κατέβασε βαθιά τον σκούφο του που κόντευε να του τον πάρει ο αέρας και έφερε τα χέρια του κάτω από τις μασχάλες, έξω από το μπουφάν μήπως και τα ζεστάνει.


Παρ' ότι ήμαστε τόσα άτομα στην γέφυρα επικρατούσε σιγή, λέξη δεν έβγαζε κανείς. Τα μάτια μου στιγμές μόνον ξέφευγαν από το ραντάρ και με ικανοποίηση έβλεπα για αρκετή τώρα ώρα, τον κύκλο αποστάσεως να παραμένει σταθερά, ίσα που να εφάπτεται στην άκρη της στεριάς όπως όταν τον έβαλα στην αρχή, πράγμα που σήμαινε ότι με τα 9 κλειδιά (247 μέτρα) καδένα στην θάλασσα, η άγκυρά μας κρατούσε σταθερά το καράβι κι αυτό μας έκανε ν’ αναθαρρέψουμε. Η χαρά μας όμως δεν κράτησε για πολύ, το σφύριγμα του αέρα συνέχισε να δυναμώνει, η ένδειξη ταχύτητας του ανέμου στον ανεμοδείχτη έπαιρνε όλο τον ανήφορο και το καράβι, ύστερα από επισταμένη παρατήρηση, βεβαιώθηκα ατυχώς ότι έσερνε και πάλι την άγκυρά του. Ο κύκλος μέτρησης αποστάσεως προχωρούσε αργά αλλά σταθερά προς το εσωτερικό της στεριάς, με άλλα λόγια ο καιρός μας πήγαινε προς τα κει. Το είπα στον υποπλοίαρχο και του έδειξα στο ραντάρ αυτό που μόλις τώρα είδα. Μετά από λίγο το διαπίστωνε κι αυτός και χωρίς να του μείνει η ελάχιστη αμφιβολία, μου είπε: «ναι καπετάνιε, σίγουρα σέρνουμε» (την άγκυρά μας).


Εν τω μεταξύ όλοι οι αξιωματικοί γέφυρας μαζί και ο μαρκόνης (31) αν θυμάμαι καλά, είχαν ανεβεί από μόνοι τους στην γέφυρα. Ο πρώτος μηχανικός ευρίσκονταν επίσης από ώρα, γιατί όπως είπαμε, προτιμούσε να παρακολουθεί την λειτουργία της μηχανής από εδώ πάνω, όταν ήταν να κάνουμε κινήσεις.


Όλοι τους παρακολουθούσαν κάθε μου αντίδραση, διότι καταλάβαιναν πως κάτι με απασχολούσε δυνατά. Σε μία στιγμή εμπήκα στο τσάρτρουμ (32) και άρχισα να μελετάω μερικούς χάρτες της περιοχής που υπήρχαν απλωμένοι πάνω στο τραπέζι και ύστερα από διάφορες διαβουλεύσεις με τον εαυτό μου, φώναξα τους αξιωματικούς της γέφυρας να έρθουν στον χάρτη. Στη στιγμή ευρέθηκαν όλοι δίπλα μου και με ενδιαφέρον επερίμεναν ν’ ακούσουν τι θέλω να τους πω. Και άρχισα: «όπως βλέπετε η δύναμη του αέρα αυξάνει και η άγκυρα ακόμη και με εννιά κλειδιά καδένα στην θάλασσα, δεν κρατάει το καράβι, την σέρνει. Στο στρίτζο (33) απομένει ελάχιστη, αλλά κι αυτή την ελάχιστη αν λασκάρουμε στην θάλασσα, πράγμα όχι και τόσο έξυπνο, κατά την άποψή μου, δεν θα μας κρατήσει (η άγκυρα). Το καράβι μας είναι τελείως ξεφόρτωτο, τα έξαλά (34) του είναι μεγάλα, η πίεση του αέρα στο κουφάρι του είναι τεράστια και ο βυθός που είμαστε αγκυροβολημένοι δεν κρατάει. Υπ’ αυτές τις συνθήκες είναι πολύ αμφίβολο αν και με την βοήθεια της μηχανής μπορούμε να κρατηθούμε εδώ. Πολλές φορές στις μανούβρες επάνω, διπλαρώνει το καράβι στον αέρα, η εκτιθέμενη επιφάνεια του καραβιού κόντρα στον αέρα πολλαπλασιάζεται και τότε σέρνει την άγκυρά του πολύ ευκολότερα. Το να ρίξουμε και την άλλη άγκυρα με τις παρούσες συνθήκες δεν το βλέπω σωστό, κάτι μου λέει ότι ούτε και με την δεύτερη άγκυρα θα κρατηθούμε σ´ αυτό το αγκυροβόλιο, έτσι ξεφόρτωτο που είναι το καράβι. Υπάρχει και μια περίπτωση, μικρή ίσως, να στρίψουν και οι καδένες, οπότε εάν ξεσύρουμε με τις καδένες στριμμένες, μπαίνουμε σε δυσκολία για τα καλά. Επειδή επαναλαμβάνω κατά τις ενδείξεις, ο αέρας όλο και θα δυναμώνει, σκέφτομαι πως το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε, είναι να πάρουμε επάνω την άγκυρα και να τραβήξουμε για το ανοιχτό πέλαγος, χωρίς την ανησυχία μήπως μας πετάξει ο καιρός στην στεριά. Και όταν κόψει, ξαναγυρίζουμε στο ίδιο μέρος».


Εγώ στη γέφυρα του M/V KRITI PLATINUM


Έτσι να κάνουμε καπετάνιε, μου αποκρίθηκαν όλοι, αυτή είναι η πιο σωστή κίνηση, να ανοιχθούμε στο νέτο πέλαγος και όσο θέλει ας φυσάει. Έτσι είναι καλύτερα, μου απάντησε κάπως συμπερασματικά κι ο υποπλοίαρχος, ας μην ψαχνόμαστε για περιπέτειες. Συγκατένευσα με μια κίνηση του κεφαλιού μου και του είπα να πάρει τον λοστρόμο και να πάει στην πλώρη για βίρα. Θα παίρναμε την άγκυρα επάνω για να ξανοιχτούμε σε νέτα νερά. Ο ναύτης της βάρδιας επήρε θέση μπροστά στο τιμόνι. Σε λίγο άκουσα τον υποπλοίαρχο στο γουόκι τόκι να μου λέγει από την πλώρη: «έτοιμοι για βίρα. Βάλφι (35) για ξέπλυμα της καδένας στο όκιο ανοιχτό. Πέστε στην μηχανή να δώσει νερό στην κουβέρτα». Καλώς, του απάντησα, βίρα καδένα. Ο ανθυποπλοίαρχος της βάρδιας έτρεξε στο τηλέφωνο και ζήτησε από την μηχανή να δώσει νερό στην κουβέρτα. Για να διευκολύνω το βίρα της πόμπας, έκανα για λίγο κίνηση εμπρός με την μηχανή μέχρι που να χαλαρώσει η καδένα και η πόμπα βιράριζε ξεκούραστα. Κάθε τόσο άκουγα στο γουόκι τόκι την φωνή του υποπλοιάρχου να μου λέγει το νούμερο του κλειδιού της καδένας που έμπαινε στο καράβι. Ίδιος αντίλαλο εγώ, επαναλάμβανα το νούμερο του κλειδιού. Η καδένα ανέβαινε καθαρή, χωρίς την συνηθισμένη λάσπη στους κρίκους της. Ο πυθμένας όπως είπαμε ήταν πετρώδης, αλλά και ότι χόρτο ή βρωμιά είχε πιαστεί πάνω της, ξεπλένονταν από το κύμα.


Λίγο μετά μου ξαναμίλησε, το ένα στο νερό. Το ένα στο νερό του απάντησα και γυρίζοντας στον πρώτο μηχανικό που βρίσκονταν στον τηλέγραφο της μηχανής του είπα: «σλόου αχέντ» (slow ahead - εμπρός αργά). Σλόου αχέντ μου απάντησε, για ν´ ακουστεί μερικά δευτερόλεπτα μετά από την καμινάδα, ο πνιχτός ήχος της κύριας μηχανής καθώς ξεκινούσε, αποβάλλοντας ρυθμικά στην αρχή σε κάθε γδούπο της και από ένα συννεφάκι μαύρου καπνού.


Το καράβι άρχισε σιγά - σιγά να κινείται προς τα εμπρός. Γυρίζοντας προς τον τιμονιέρη, του είπα ένα, το νούμερο πορείας που ήθελα να κρατάει κι αυτόματα το επανέλαβε μεγαλόφωνα. Ο ανθυποπλοίαρχος χωρίς να περιμένει εντολή, άναψε τα φώτα πορείας του καραβιού και κατέβασε τους διακόπτες στον πίνακα φωτισμού καταστρώματος, εκτός του προβολέα που φώτιζε από το πλωριό αλμπουράκι (36) τον χώρο ολόγυρα της πόμπας.


Στιγμές μετά άκουσα τον υποπλοίαρχο να φωνάζει: άγκυρα ανασπάσθηκε (37) – από συνήθεια κάπου μέσα μου περίμενα ν’ ακούσω την αναφορά του ίδιου πράγματος με πολλαπλές γρήγορες καμπανιές. Ελήφθη του απάντησα κι αμέσως μετά είπα του πρώτου: «half ahead (χάλφ αχέντ - ημιταχώς μπροστά) η μηχανή». Πάλι ο υποπλοίαρχος σε λιγάκι: «άγκυρα εξενέεερισε». Βίιιρα του απάντησα και βάλτην στη θέση της. Σε λίγο τον άκουσα να μου λέγει: άγκυρα στη θέση της. Εντάξει, του απάντησα, βάλτε το στόπερ, κλείστε τις πόρτες κι ελάτε πίσω. Στόπερ στη θέση του, μου αντιγύρισε. Κλείνουμε τις πόρτες καμπουνιού και κουβέρτας κι ερχόμαστε πρύμα. Ο ανθυποπλοίαρχος έσβησε και τον τελευταίο αναμμένο προβολέα. Full ahead (φουλ αχέντ - πρόσω ολοταχώς) η μηχανή είπα του πρώτου. Το καράβι αποκτώντας σιγά - σιγά ταχύτητα, άρχισε ν' απομακρύνεται από το ανεπιθύμητο αγκυροβόλιο και όταν νετάραμε απ’ αυτό είπα στον τιμονιέρη να κρατάει πορεία βορειοδυτική (δεν θυμάμαι πόσες ακριβώς μοίρες). Με την βαθμιαία αύξηση των στροφών της μηχανής, το καράβι όλο και ζωντάνευε (38) πάνω στην θάλασσα. Κύματα άρχισαν να χτυπούν με όλο και μεγαλύτερη δύναμη στην πλώρη και στα δεξιά του καραβιού και τσιμαρόλια (39) των κυμάτων μαζί με σπρέι, να φεύγουν με βία ξυστά πάνω από τα κουβούσια (40) και τα κλειστά καπάκια των αμπαριών προς τα αριστερά μας, για να καταλήξουν στην θάλασσα με τρόπο και ήχο σαν να την μαστιγώνουν. Συνακόλουθο της αύξησης των στροφών της μηχανής ήταν και η εμφάνιση ενός τρέμουλου του καραβιού, βαϊμπρέσιον όπως συνηθέστερα το λέμε. Ομολογώ πως όταν ξανοιχτήκαμε λίγο στο πέλαγος και απαλλάχθηκα από το άγχος και την αβεβαιότητα του αγκυροβολίου, εμπουνατσάρισα μέσα μου. Το ότι φυσούσε δυνατά, εννιάρι υποθέτω, το ότι μεγάλωνε το ύψος των κυμάτων και το ότι ο καιρός δεν άφηνε το καράβι να τρέξει, αυτά είχαν πάρει την μορφή των όσων μικρών συμβαίνουν σε ένα ταξίδι, ρουτίνας δηλαδή. Έτσι σκεπτόμενος είπα στον υποπλοίαρχο και τον ένα εκ των ανθυποπλοιάρχων να πάνε για ξεκούραση. Θα έμενα στην γέφυρα εγώ με τον ανθυποπλοίαρχο της βάρδιας.


Σε καλοκαιρίες, το μέρος που βρισκόμαστε τώρα θα έπρεπε να βρίθει από κατάφωτα ψαράδικα, που σε κουράζουν με τις απρόβλεπτες κινήσεις και διασταυρώσεις τους. Απόψε δε φαίνονταν ούτ’ ένα. Να και τα καλά της κακοκαιρίας, είπα μειδιώντας. Έπιασαν φαίνεται λιμάνι λόγω του καιρού. Μεγάλα καράβια όμως συναντούσαμε, όχι όμως όσα θα περίμενα να δω σ’ αυτό το πέρασμα.


Ο αέρας έρχονταν από τα ΒΒΔ με ΒΔ σφοδρός και η θάλασσα ήταν φκιασμένη, η ταχύτητα του καραβιού θυμάμαι ότι ήταν πεσμένη, γιατί ο καιρός δεν το άφηνε να τρέξει, αλλά για την ώρα αυτό δεν με απασχολούσε τόσο, ούτε και κανέναν ενδιέφερε αν κούναγε ή δεν κούναγε το καράβι, για εμάς σημασία είχε ότι με την ΒΔ κατεύθυνση που ακολουθούσαμε εξανοιγόμασταν στο απλόχωρο πέλαγος. Ίσια μπροστά μας αλλά πολύ μακριά ήταν η Κορέα. Μ’ αυτό το σκεπτικό εξάπλωσα λίγο στο καναπεδάκι που υπήρχε στο τσάρτρουμ μήπως και χαλαρώσω λίγο.


Με το φως της ημέρας όμως της 2ας Φλεβάρη του 1987, ο καιρός πάντα ΒΒΔ με ΒΔ (μαΐστρο τραμουντάνα με μαΐστρο θα λέγανε οι πατεράδες μας) όλο εφορτσάριζε και η θάλασσα υπάκουη στις διαθέσεις του, αγρίευε περισσότερο. Το καράβι έρχονταν στιγμές που δεν άκουγε στο τιμόνι, το έβαζε ο ναύτης όλο δεξιά και η πλώρη του καραβιού έρχονταν αριστερά.


Όσο για μπότζι (41), αυτό είχε γίνει το κάτι άλλο. Δεν είχε μείνει τίποτα στη θέση του. Σε κούραζε ακόμη και στην γέφυρα που βρισκόσουν, ν’ ακούς διαρκώς κάτι να ξεφεύγει από εκεί που το είχαν στερεώσει και να χτυπάει. Έπειτα θυμήθηκα ότι όπου να‘ναι θα έπιανε δουλειά ο μάγειρας. Λες είπα, από συνήθεια να βάλει καμιά κατσαρόλα ή κανένα τηγάνι πάνω σε κανένα μάτι της κουζίνας, πιστεύοντας ότι με τα συνηθισμένα στηρίγματα που έχουν όλες οι κουζίνες των καραβιών για να στερεώνουν τα σκεύη τους πάνω στα μάτια όταν κουνάει, θα κατάφερνε να κάνει και σήμερα την δουλειά του; Με το μπότζι όμως που είχε σήμερα, αυτά τα στηρίγματα δεν προσφέρανε την όση ασφάλεια απαιτούνταν και ο κίνδυνος, αν έβαζε κάτι πάνω σε κάποιο μάτι, να πάρει δρόμο, να σκορπιστεί το περιεχόμενό του και να καεί κανείς ήταν μεγάλος. Γι’ αυτό και του παράγγειλα να μην επιχειρήσει σήμερα κάτι τέτοιο. Το φαγητό μας σήμερα θα ήταν ξηρά τροφή. Ειλικρινά όμως ολ’ αυτά, μπότζι, σκεύη που έφευγαν και χτυπούσαν, φαγητό, τα έβλεπα σαν δευτερεύοντα πράγματα, συνηθισμένα. Ήταν τα τυχερά του επαγγέλματος όπως λέμε, εμένα μ’ απασχολούσε δυνατά, η αρχή ανυπακοής του καραβιού στο τιμόνι του.


Μέχρι τις δέκα περίπου το πρωί, το καράβι κάπως εκυβέρναγε. Από κει και ύστερα ενώ ο ναύτης είχε το τιμόνι αλαμπάντα (42) δεξιά, η πλώρη του καραβιού δεν έρχονταν δεξιότερα από τις 280 μοίρες και η πορεία που διέγραφε το ίδιο το καράβι πάνω στην γη ήταν 210 μοίρες. Ο δείχτης του ανεμόμετρου είχε σκαρφαλώσει κι έπαιζε μεταξύ των 65 και 75 μιλίων (120 - 140 χλμ.), δωδεκάρι γεμάτο δηλαδή.


Ανεμολόγιο η γαλάζια γραμμή δείχνει την διεύθυνση της πλώρης και η κόκκινη την πραγματική πορεία που εκτελούσε το καράβι πάνω στην γη.


Το σφύριγμα τ´ αέρα στο άλμπουρο του ραντάρ και τις υπερκατασκευές είχε γίνει ένα σκέτο στρίγκλισμα. Η θάλασσα αγριεύοντας συνέχεια, έγινε απερίγραπτα ψηλή και το ταρακούνημα του καραβιού απίστευτα μεγάλο. Έρχονταν στιγμές που η πλώρη και η πρύμη του πάλλονταν πάνω - κάτω τόσο πολύ, που με κάποια υπερβολή σου έδιναν την αίσθηση ότι είναι αργοκίνητες φτερούγες κουρασμένου μεγάλου πουλιού. Γερό και καινούργιο κατασκεύασμα όμως όπως ήταν το καράβι μας, δεν φοβήθηκα μην το κόψει ή του κάνει κανένα κρακ στην μέση.


Στον ρυθμό του καραβιού ένιωθα να πάλλεται και το κορμί μου, όσο καθόμουν στην καρέκλα της γέφυρας (master’s chair), στερεωμένη πάντα με καδένα και γρύλο στο δάπεδο για να μην παίρνει δρόμο. Ασυναίσθητα έγερνα εμπρός-πίσω ή δεξιά - αριστερά για να ισορροπώ κάθετα, κατά τον νόμο της βαρύτητας. Αν κάποιος μέσ’ την γέφυρα, έστω και υπ’ αυτές τις συνθήκες, είχε την διάθεση ν’ αστειευθεί, άνετα θα μπορούσε να πει: “ο καπετάνιος σήμερα είναι όλο βαθιές υποκλίσεις”. Αλλαγή θέσης δύσκολα μπορούσε κανείς να κάνει, αν δεν κρατιόνταν συνεχώς από κάπου, αλλά κι όπου στέκονταν, συνήθως εμπρός σε κανένα παράθυρο, φρόντιζε ν’ ακουμπάει στο πρεβάζι του με τα πόδια πάντα σε διάσταση. Σε όλο το ακομοντέσιο δεν είχε μείνει τίποτε στην θέση του, ούτε κολυμπηθρόξυλο, άκουγα κάποιον να λέει μεγαλόφωνα. Ναύτες, καμαρωτάκια και μάγειρας στερέωναν πάλι και πάλι τα διάφορα πράγματα, αλλά αυτά ξέφευγαν και σε πείσμα τους, χτυπούσαν αδέσποτα ξανά και ξανά εδώ κι εκεί. Ήχοι από πιατικά ή ποτήρια που έσπαγαν έφθαναν κάθε τόσο στ΄ αυτιά μου. Με λίγο πειραχτική διάθεση είπα για το πλήρωμα: «κάτι νωρίς για Μέγα Σάββατο πρωί μωρέ παιδιά, δε ρίχνουνε από τα τώρα το κομμάτι».


Αν παρακολουθούσες την ένδειξη του δρομομέτρου, ενός σύγχρονου οργάνου που είχαμε, βασισμένου στην αρχή του ντόπλερ όπως μου λέγανε, σου έφερνε απελπισία. Έπαιζε από μηδέν προχώρηση, μέχρι και ένα - ενάμισι μίλι. Όχι σπάνια όμως, έδειχνε και το αντίθετο. Με κόκκινους αριθμούς και ένα κόκκινο μείον (-) μπροστά, έδειχνε να μας πηγαίνει με την ίδια ταχύτητα πίσω. Αυτό μου ήταν κάτι το πρωτόγνωρο.


Μετά τις δέκα άρχισε να μου γίνεται μεγάλο άγχος αν θα καταφέρναμε να καβατζάρουμε το νησί Oshima (που βρίσκεται ΒΔ της πόλης Munakata στο νότιο νησί της Ιαπωνίας Kyushu), ή αν θα μας έριχνε στις ξέρες του. Έτσι πλάγια που μας πήγαινε, είχα αρχίσει ν´ αμφιβάλω αν θα τα καταφέρναμε, γι’ αυτό και μελετούσα διάφορα σενάρια με το μυαλό μου, ατυχώς όλα προς αντιμετώπιση ακραίου κινδύνου για το ίδιο το καράβι.


Ένα απ’ αυτά ήταν, αν μας πήγαινε για τα αβαθή του νησιού Oshima, να κατεβάσουμε και τις δύο άγκυρες στην θάλασσα με όσο έκταμα καδένας είχαν, μήπως και αγκίστρωναν κάπου στον βυθό και κρατούσαν το καράβι, αν φυσικά δεν μας τις έκοβε. Δεν το έβλεπα όμως να πετυχαίνει. Και το δε πετυχαίνει, σήμαινε ναυάγιο του καραβιού με ό, τι αυτό συνεπάγονταν. Ένα άλλο, για πολλούς λόγους όμως εξωπραγματικό υπό τις παρούσες συνθήκες, ήταν να φώναζα ένα ναυαγοσωστικό, να δέσει στο καράβι μας και με την δυνατή μηχανή του, να το ρυμουλκήσει και να το κρατήσει σε ανοιχτά ακίνδυνα νερά. Και όλ’ αυτά πριν το καράβι φορτώσει έστω ένα κιλό φορτίο, παρθένο. Δεν ήθελα καν να το πιστέψω ότι θα μου συνέβαινε κάτι απ’ αυτά, σίγουρα όμως ήξερα ότι δεν θα ήθελα να ζήσω μετά από ένα τέτοιο συμβάν. Με κανέναν τρόπο δεν ήθελα να σκεφθώ ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι που μου ευχήθηκαν καλά ταξίδια το βράδυ του επίσημου δείπνου στο Σιμονοσέκι, θα διάβαζαν στις εφημερίδες ότι το καράβι που με τόσες τιμές μου εμπιστεύθηκε η εταιρεία μου, εγώ το έριξα στα βράχια και το βούλιαξα παρθένο, αταξίδευτο. Όχι δεν ήθελα να ζήσω μετά από ένα τέτοιο συμβάν. Κι έπειτα όμως…..; οικογένεια….; σπίτι…..;


Κι ενώ αναλογιζόμουν όλ' αυτά, εκάλεσα τον υποπλοίαρχο που κοιμόνταν ο αθεόφοβος με τόσο μπότζι, να έρθει στην γέφυρα. Θεώρησα σωστό να τον ενημερώσω πώς έχει η κατάσταση. Για την ώρα κύρια ανησυχία μου ήταν το να προσπεράσουμε το νησί Oshima.


Εκτιμούσα πως αν το καράβι είχε ένα με ενάμισι μέτρο μεγαλύτερο βύθισμα, τότε αφ’ ενός η προπέλα θα σκεπάζονταν ολόκληρη και θα ωθούσε το καράβι πιο αποτελεσματικά, αφ’ ετέρου, η επιπλέον επιφάνεια του τιμονιού που θα βρίσκονταν μέσα στο νερό, ως πρόσθετη δρώσα επιφάνεια, θα συνέβαλε στο να τιμονεύει το καράβι πιο αποτελεσματικά. Αν έτσι είχαν τα πράγματα, ίσως δεν θα είχαμε εμπλακεί στην περιπέτεια που τώρα ευρισκόμαστε. Λέγοντας αυτά, με κανέναν τρόπο δεν εννοώ ότι οι δεξαμενές σαβούρας του καραβιού χωρούσαν λιγότερο απ’ αυτό που προέβλεπαν οι διεθνείς κανονισμοί. Εμείς πάντως όλες τις δεξαμενές σαβούρας που είχε το καράβι τις είχαμε υπερχειλισμένες.


Θυμήθηκα ότι τα φορτηγά καράβια του 2ου Παγκόσμιου Πολέμου τύπου Λίμπερτυ, ως κοινά εμπορικά πλέον σε Ελληνικά χέρια μετά τον πόλεμο, όταν ξεφόρτωτα συναντούσαν κακοκαιρία, έβαζαν σαβούρα στο αμπάρι Νο.5, μέχρι το ύψος του τουνελιού (43) που είχε στο μέσον του κατά το διαμήκες, για να κυβερνάει και γενικά να ταξιδεύει καλύτερα.


Το Λίμπερτυ (καναδέζικο): στο general arrangement plan φαίνεται το τουνέλι (shaft tunel) και οι κουραδόροι – ενδιάμεσο κατάστρωμα (Twn decks)


Επίσης άλλα φορτηγά καράβια που είχαν πολλά και σχετικώς μικρά αμπάρια, είχαν την δυνατότητα σύμφωνα με τις προδιαγραφές τους, να σαβουρώνουν ένα ορισμένο αμπάρι αν οι καιρικές συνθήκες το απαιτούσαν. Εδώ θυμήθηκα τον καπτά Γιώργο τον Παππά, αρχικαπετάνιο της εταιρείας μας και πρώην στέλεχος της εταιρείας Ωνάση, να μας λέγει ότι σε ένα μπαλκ κάριερ (καράβι μεταφοράς χύδην φορτίων) του Ωνάση, 24700 τόνων με έξι αμπάρια, της σειράς Olympic Faethon όπως τα έλεγαν, ξεφόρτωτο, έπεσαν σε κακοκαιρία και τόλμησαν να ξεκινήσουν το σαβούρωμα ενός των αμπαριών του, για να αποκτήσει μεγαλύτερο βύθισμα ώστε να κυβερνάει και γενικά να ταξιδεύει καλύτερα (δεν ήταν ο καπτά Γιώργος ο καπετάνιος του συγκεκριμένου καραβιού). Στο μάνιουλ (εγχειρίδιο) όμως του καραβιού δεν υπήρχε τέτοιος τύπος ερματισμού, επειδή φυσικά το καράβι δεν είχε τις προδιαγραφές. Μόλις το νερό λοιπόν ξεπέρασε κάποιο ύψος μέσα στο αμπάρι, αυτό άρχισε με το μπότζι να τρέχει με απίστευτη ορμή από την μια πλευρά στην άλλη και να φτάνει μέχρι και τα υψηλότερα σημεία του. Κάθε κινούμενη επιφάνεια νερού όμως μέσα στην όποια δεξαμενή, επιφέρει αρνητική ευστάθεια στο καράβι, η οποία είναι τόσο μεγαλύτερη, όσο μεγαλύτερο είναι το πλάτος της δεξαμενής και το βάρος του μετακινούμενου υγρού. Στην περίπτωσή τους, το αμπάρι σαν δεξαμενή πλέον, είχε το μέγιστο πλάτος που θα ημπορούσε να έχει η όποια δεξαμενή μέσα σ’ αυτό (το καράβι). Όσο όμως αυξάνονταν η ποσότητα του νερού που έστελναν σ’ αυτό, τόσο μειώνονταν η θετική ευστάθεια του καραβιού και από κάποια στιγμή κι έπειτα, άρχισε να παίρνει άκρως επικίνδυνες κλίσεις, σε σημείο μάλιστα που φοβήθηκαν ότι η ανατροπή του έφτασε – φτάνει. Για να προλάβουν το κακό, ορθοπλώρισαν (44) το καράβι στον καιρό, έκοψαν δρόμο ίσα που να κυβερνάει και με την μεγαλύτερη αντλία που διέθεταν πρόλαβαν να πομπάρουν (45) έξω την σαβούρα πριν στην κυριολεξία αναποδογυρίσουν.


Ούτε και το δικό μας καράβι όμως είχε προδιαγραφές για έναν τέτοιο ερματισμό και μετά από κάθε τέτοια σκέψη, πισωγύριζα στις κουβέντες του καπτά Γιώργου του Παππά. Συγκριτικά μάλιστα, τα δικά μας αμπάρια ήταν κατά 1000 τόνους μεγαλύτερα εκείνων που είχε το καράβι του Ωνάση, επομένως θα είχαμε κι ακόμη πιο αρνητικά αποτελέσματα. Στο καπνιστήριο πληρώματος όμως, όπως έφτασε στ' αυτιά μου, κουβεντιάστηκε η «παράλειψή μου» να προχωρήσω σε ένα τέτοιο συμπληρωματικό σαβούρωμα. Έχει και τέτοια η κοινωνία των καραβιών, αλλά δεν είχα αυτιά για να τ’ ακούσω.


Ο καιρός πάντως συνέχιζε το ίδιο φορτσαρισμένος, ο δείχτης στο ανεμόμετρο συνέχιζε να παίζει ανάμεσα στην ένδειξη 65-75 ή και λίγο παραπάνω μίλια και η θάλασσα με το πέρασμα της ώρας όλο να χτίζεται ως ήταν επόμενο. Όταν πλησιάσαμε στο νησί Oshima όμως, επαρατήρησα ότι η έκπτωση του καραβιού προς αυτό εμετριάσθηκε αισθητά και αναχάρηκα. Τελικά έστω και κουτσαίνοντας που λέει ο λόγος, το περάσαμε σε απόσταση ασφαλείας και οι φόβοι μου ότι θα μας ξέριχνε στις ξέρες και στα βράχια του διασκεδάστηκαν. Μπροστά μας και αριστερά τώρα είχε πιο ανοιχτόν χώρο. Ευχαρίστησα πολύ δυνατά τον Θεό γι’ αυτό.

Αναρωτιόμουν όμως, γιατί ελαττώθηκε έτσι αισθητά η έκπτωση του καραβιού προς το νησί, ποια δύναμη το κράτησε μακριά από τα βράχια του. Μέχρι και σήμερα που γράφω αυτή την ιστοριούλα, τριανταέξι χρόνια μετά, την μόνη εξήγηση που μπορώ να δώσω είναι η εξής: Το αντιμάμαλο. (46) Το αντιμάμαλο που προκαλούνταν από το ξέσπασμα των κυμάτων στο νησί, έδιωχνε το καράβι από το νησί ή τουλάχιστον μετρίαζε την έκπτωσή του προς αυτό, έγινε δηλαδή απροσδόκητος σύμμαχός μας και απωθούσε το καράβι προς το ανοιχτό πέλαγος, αντίθετα προς αυτό που προσπαθούσε το κανονικό κύμα. Άλλη εξήγηση δεν βρίσκω.


Σήμερα με την άνεση του χρόνου που έχω, θυμάμαι πως όταν ένα καράβι φορτωμένο ή ξεφόρτωτο ταξιδεύει με δώδεκα συν(+) μποφόρ, όλες οι κουβέντες αξιωματικών και πληρώματος περιστρέφονται στα κύματα, πόσο ψηλά είναι και πόσο βίαια χτυπούν στο καράβι, μήπως μπει νερό σε κανένα αμπάρι, αν κουνάει και πόσο πολύ κουνάει, τι πράγματα ξεμποτσαρίστηκαν (47) και κυλούν δεξιά - αριστερά, πόσα μπότα μπογιάς χύθηκαν, πόσα πιατικά ή ποτήρια έσπασαν, αν θα φάνε κάποια ξηρά τροφή και κάτι παρόμοια. Στο δικό μας καράβι όμως τότε αυτά τα θέματα είχαν γίνει ανάξια συζήτησης. Το μόνο που απασχολούσε από τον πρώτο μέχρι και τον τελευταίο μέσα σ´ αυτό το πλεούμενο ήταν, αν το ίδιο το καράβι θα κυβέρναγε για να μην πέσουμε έξω.


Η ώρα είχε πάει περίπου τρεις τ' απόγευμα. Μέχρι εκείνη την ώρα το μόνο που είχα πει στο γραφείο μας στην Αθήνα και στον πράκτορά μας στο Τόκυο ή στο Σιμονοσέκι δεν θυμάμαι, ήταν, ότι είχαμε αναγκασθεί να εγκαταλείψουμε το αγκυροβόλιο του Mutsure, επειδή δεν μας κρατούσε εκεί η άγκυρα. Κι αυτό ήταν χθες το βράδυ μετά την αποχώρησή μας απ’ αυτό.


Το γραφείο μας στην Αθήνα, άνοιγε στις οχτώ το πρωί, δηλαδή τρεις η ώρα το απόγευμα δική μας ώρα. Αναλογίσθηκα με βαριά καρδιά πως κάθε εταιρεία περιμένει από κάθε της ολοκαίνουργιο καράβι, να της έχει “τα νέα τα καλά, για να κάνει χαρές και πανηγύρια” όπως λέμε στο χωριό μου κι εγώ τώρα με το άνοιγμα του γραφείου έπρεπε να τους πω, ότι κοντεύω να το βουλιάξω. Γνώριζα όμως περίκαλα, ότι ιδίως αυτή την ώρα, συναισθηματισμοί και φοβίες δε χωρούσαν. Περίλυπος συνέταξα και τους έστειλα ένα τέλεξ, που τους εξέθετα πως εξελίχθηκαν τα πράγματα μετά την αναχώρησή μας από το αγκυροβόλιο. Μετά απ’ αυτό, κάνοντας μία ανασκόπηση των πραγμάτων έβλεπα ότι αν και περνούσαν οι ώρες, οι καιρικές συνθήκες δεν έδειχναν σημεία βελτίωσης. Είχαμε ξεφύγει βέβαια από τον άμεσο κίνδυνο. Αν συνεχίζαμε όμως όπως μέχρι τώρα, τα πράγματα δεν θα ήταν καλά, στο βάθος και αριστερά μας, υπήρχαν ξέρες και νησάκια, και ξεπέφταμε προς τα κει. Έτσι όμως που κυβέρναγε το καράβι κι έτσι που μας ξέριχνε ο καιρός, ήμουν σίγουρος πως αν χρειάζονταν, δεν θα καταφέρναμε να αποφύγουμε κάτι από αυτά. Ήταν ξεκάθαρο ότι το καράβι δεν το ελέγχαμε.


Στο μυαλό μου επεξεργαζόμουν διάφορα σενάρια. Ένα εξ αυτών είχε να κάνει με αυτό που στα ναυτικά εγχειρίδια αναφέρεται ως “λιμήν καταφυγής” κι αυτό ακριβώς στριφογύριζε τις τελευταίες ώρες όλο και πιο έντονα στο μυαλό μου. Σχετικά κοντά μας και αριστερά, υπήρχε το μεγάλο λιμάνι της Φουκουόκα. Έβγαλα τον τοπικό χάρτη που το είχε σε μικρή κλίμακα και άρχισα να μελετάω τις λεπτομέρειές του γιατί δεν το γνώριζα. Ήταν ευρύχωρο, με άνετο αγκυροβόλιο. Σήμερα όμως, πολλά από τα αμέτρητα αλιευτικά που διαθέτει η Ιαπωνία, θα πρέπει να είχαν βρει μέσα σ’ αυτό καταφύγιο. Εκτίμησα ότι έτσι που είχαμε τον καιρό, το καράβι σε κάνα δίωρο περίπου, όταν η μπούκα του λιμανιού θα έρχονταν σχεδόν δίπλα μας, θα μπορούσαμε να στρίψουμε αριστερά και να μπούμε σ’ αυτό το λιμάνι για να φουντάρουμε. Το ότι αυτό θα γίνονταν ενώ θα υπήρχε ακόμη φως της ημέρας, ήταν στα υπέρ μας. Αν μάλιστα μας περίμεναν δύο συνήθη ρυμουλκά του λιμανιού στην είσοδό του, για να επέμβουν αν τυχόν αντιμετωπίζαμε δυσκολία εκεί και εν συνεχεία μας συνόδευαν μέχρι την θέση αγκυροβολίας, έτοιμα να βοηθήσουν σε περίπτωση που πλησιάζαμε επικίνδυνα σε κάποιο καράβι, αλιευτικό ή ό, τι άλλο, θα καταφέρναμε να δώσουμε τέλος στην περιπέτεια που είχαμε εμπλακεί. Τα καλοσκέφτηκα αυτά κι αμέσως μετά εκάλεσα τον υποπλοίαρχο και τον ανθυποπλοίαρχο της 12-4 βάρδιας. Τους εξήγησα την σκέψη μου και ομόφωνα μου απάντησαν ότι θα ήταν πολύ ωραίο αν κάναμε κάτι τέτοιο. Είχαν κάποιες αμφιβολίες όμως αν θα γύριζε το καράβι και αν θα κυβέρναγε όσο χρειάζονταν για να μπούμε στο λιμάνι. Εκτιμώ τους απάντησα ότι θα κυβερνάει και θα δω μήπως και μπορέσω να το κανονίσω.


Το σκέφτηκα ακόμη λίγο, αλλά έπειτα είπα στον εαυτό μου, τί το σκέφτεσαι και δεν το κάνεις; ….και χείρα κίνει λέγανε…. Και κάτι άλλο, άλλη τέτοια ευκαιρία δεν έχεις.


Στιγμές μετά εμπήκα στον ασύρματο και είπα του μαρκόνη: «κάλεσε στο τηλέφωνο το γραφείο μας στην Αθήνα από το δορυφορικό». Σχεδόν αμέσως άκουσα την γραμματέα στην Αθήνα να μου λέει εμπρός AVIN. Της είπα ποιος είμαι και ότι θέλω να μιλήσω με τους καπεταναίους. Μου απάντησε, μια στιγμή, σας συνδέω. Η μια στιγμή ήταν κάπως μεγάλη. Τελικά ακούω κάποιον από το γραφείο, δεν θυμάμαι ακριβώς ποιος, μάλλον όμως ο καπτά Γιάννης ο Φανέλης ήταν, να μου λέγει: «εμπρός καπτά Σταύρο σε ακούμε όλοι, έχουμε βάλει ανοιχτή ακρόαση». Τους ερώτησα αν έλαβαν το τέλεξ που τους έστειλα και μου απάντησαν ότι το έλαβαν και κατάλαβαν ότι το καράβι ευρίσκεται σε δυσκολία κι αμέσως μετά με ρώτησαν πως έχουν τώρα τα πράγματα. Η κουβέντα μας εξελίχθηκε κάπως έτσι:


Ο καιρός τους είπα χειρότερος μπορεί να είναι από πριν, καλύτερος όμως όχι. Ο ανεμοδείχτης παίζει συνεχώς πάνω-κάτω στα 75 μίλια (140 χλμ.). Με την μηχανή στο φουλ και το τιμόνι αλαμπάντα δεξιά, η πλώρη του καραβιού δεν πάει δεξιότερα από τις 280 μοίρες και η πραγματική πορεία που διαγράφει το καράβι με την ξεπεσούρα είναι 210 μοίρες. Προς τα εκεί που ξεπέφτουμε όμως έχει κάτι νησάκια και κάποιες ξέρες. Αν χρειασθεί, δεν ημπορούμε να κάνουμε την οποιαδήποτε μανούβρα για ν´ αποφύγουμε κάτι από αυτά. Ο καιρός δεν αφήνει το καράβι να υπακούσει στο τιμόνι του.


Θα πρέπει να με ρώτησαν κατόπιν: και τώρα τι κάνεις ή κάτι τέτοιο. Τους εξήγησα ότι αρκετά κοντά μας, στα αριστερά, βρίσκεται το λιμάνι της Φουκουόκα. Είναι ευρύχωρο και νομίζω ότι αν βάλω τιμόνι αριστερά, το καράβι θ' ακούσει (στο τιμόνι του) γιατί ο αέρας θα έρθει κάπως από την πρύμη, οπότε θα αναπτύξει ταχύτητα, και κατά την εκτίμησή μου θα κυβερνάει όσο καλά χρειάζεται για να μπούμε στο λιμάνι. Για ασφάλεια όμως θα πρέπει να βρίσκονται δύο συνήθη ρυμουλκά του λιμανιού ακριβώς στην είσοδο του λιμανιού, μήπως και παρουσιαστεί κάτι απρόβλεπτο, για να επέμβουν και να βοηθήσουν το καράβι με τον όποιον τρόπο θα απαιτήσουν οι περιστάσεις. Επιπλέον αφού μπούμε στο λιμάνι θα πρέπει να μας συνοδεύσουν μέχρι το σημείο που θα φουντάρουμε (48) και να παραμείνουν κοντά μας, έως ότου βεβαιωθούμε πως μας κρατάει η άγκυρα. Ένας ακόμη λόγος που ίσως χρειαστούμε τα ρυμουλκά είναι ότι με τέτοια κακοκαιρία, θα έχουν καταφύγει στην Φουκουόκα πάρα πολλά ψαράδικα. Υπάρχει περίπτωση λοιπόν να χρειασθούμε την βοήθειά τους κάποια στιγμή για να περάσουμε κοντά απ’ αυτά ή και ανάμεσα τους. Ίσως να τα χρειασθούμε ακόμη και κατά το φουντάρισμα του καραβιού, στιγμή κατά την οποία το καράβι ευρίσκεται σε αδυναμία εκτελέσεως ελιγμών.


Κατάλαβα ότι όλοι στο γραφείο άκουγαν τα όσα έλεγα με μεγάλη προσοχή. Προς στιγμή έγινε μια μικρή σιγή στο τηλέφωνο από την πλευρά του γραφείου. Ακούω όμως σε λιγάκι μια απόμακρη κάπως φωνή, να με ρωτάει μήπως θα μπορούσα να φουντάρω κάπου έξω από το λιμάνι σε κάποιο σημείο, πίσω από κανένα νησί ίσως ή κάτι τέτοιο. Προφανώς δεν είχε ακριβή γνώση του χάρτη της περιοχής. Χωρίς καθυστέρηση ή δισταγμό, του απάντησα ότι το όποιο σημείο θα επιχειρούσα να αγκυροβολήσω το καράβι έξω από τον κόλπο της Φουκουόκα, θα ήταν και εκείνο ακριβώς στο οποίο και θα το βούλιαζα.


Μετά την απάντησή μου, μου είπαν, δε θυμάμαι τα ακριβή λόγια, ότι θα συνεννοηθούν με το γραφείο μας στο Τόκιο για το θέμα και κάπως έτσι ετελείωσε η συνδιάλεξή μας. Έφυγα αμέσως για την γέφυρα. Σε μερικά λεπτά όμως με ειδοποίησε ο μαρκόνης ότι με ζητούσε στο τηλέφωνο ο αρχικαπετάνιος της εταιρείας μας στο Τόκιο, ο καπτά Παύλος ο Τσούμος, συμπαθέστατος άνθρωπος και φίλος μου μέχρι και σήμερα. Χωρίς τυπικούρες εμπήκαμε κατ’ ευθείαν στο θέμα. Με ρώτησε πως είναι αυτή την στιγμή ο καιρός. Του απάντησα: «πάνω από 12άρι καπτά Παύλο και η θάλασσα όλο και χτίζεται με το πέρασμα της ώρας, το δε καράβι δεν κυβερνάει». Σε καταλαβαίνω, μου απάντησε. Η εταιρεία στην Αθήνα μου επανάλαβε ήδη τα όσα τους είπες και αντιλαμβάνομαι αυτά που μου λες τώρα. Συμφωνεί να μπεις στην Φουκουόκα, επίσης και για τα ρυμουλκά. Δύο θα σε περιμένουν στην είσοδο του λιμανιού. Θα παρακολουθούν το κανάλι 16 στο VHF για να συνεννοηθείτε. Καπτά Παύλο τον διέκοψα, γνωρίζεις κάλλιστα ότι οι Ιαπωνέζοι ρυμουλκαδόροι (49) δε μιλούν γρι Εγγλέζικα. Σε παρακαλώ κάποιος του εκεί γραφείου, να τους εξηγήσει στη γλώσσα τους τι ζητάω απ' αυτούς. Εάν βρεθούμε σε αδυναμία να μανουβράρουμε το καράβι, να πέσουν επάνω μας και να μας βοηθήσουν. Να είσαι σίγουρος ότι αυτά θα φθάσουν ξεκαθαρισμένα στους κυβερνήτες των ρυμουλκών, μου απάντησε, χωρίς να μου μένει η ελάχιστη αμφιβολία ότι θα έκανε επακριβώς τα όσα είπαμε. Εν τάξει καπτά Παύλο του απάντησα, όταν πιστέψω πως είναι η κατάλληλη στιγμή, θα γυρίσω για την μπούκα του λιμανιού. Καλή επιτυχία, μου ευχήθηκε. Τον ευχαρίστησα και του είπα ότι φεύγω για την γέφυρα.



Θεώρησα σωστό να ενημερώσω για την πρόθεσή μου τις αρχές του λιμανιού της Φουκουόκα (Port Authority) και τις εκάλεσα επανειλημμένα μέσω του ραδιοτηλεφώνου VHF, αλλά παραδόξως απάντηση δεν έλαβα, αν και ευρισκόμαστε σε απόσταση που σίγουρα μας άκουγαν.


Κάποια στιγμή υπολόγισα ότι μας έπαιρνε να γυρίσουμε για την μπούκα του λιμανιού. Έπιασα θέση ή καλύτερα στερεώθηκα στο πρώτο από την μέση και δεξιά παράθυρο της γέφυρας, και με το μάτι έψαχνα να βρω ποια θα ήταν η σωστή στιγμή να το κάνουμε. Κάνοντας μια τελευταία αποτίμηση του καιρού εκοίταξα τον ανεμοδείχτη. Η βελόνα του τρεμόπαιζε νευρικά στα 75 μίλια. Τα κύματα έτρεχαν σαν αφηνιασμένα άσπρα άλογα που με τα μπροστινά ποδάρια τους σηκωμένα ψηλά, καμάρωναν αυτάρεσκα για το μπόι και την κάτασπρη χαίτη τους. Νόμιζες ότι συναγωνίζονταν ποιο απ’ όλα θα κάνει το μεγαλύτερο στροβιλιστό γκρέμισμα της κορυφής του προς τα εμπρός. Ούτε ο αέρας ούτε το κύμα είπα μέσα μου πρόκειται ν’ αλλάξουν. Καμιά φορά όμως κάνει ο καιρός πως παίρνει μια ανάσα και πέφτει προς στιγμή, το ίδιο και η θάλασσα ύστερα από μια αλληλουχία κυμάτων πετάει και καμιά ανάπαυλα. Περίμενα με τις αισθήσεις μου σε ένταση μήπως βρω αυτό ακριβώς το ανάσασμα του αέρα και της θάλασσας που γύρευα. Και σαν πίστεψα ότι τα βρήκα, φώναξα δυνατά στον τιμονιέρη: έτοιμοοος, κι αμέσως μετά, τιμόνι αλά μπάντα αριστεράααα και τα μάτια μου έπαιζαν μεταξύ του γωνιοδείχτη τιμονιού και στον επαναλήπτη (52) της πυξίδας που υπήρχε μόλις δίπλα μου. Το τιμόνι είδα ότι έρχονταν γρήγορα-γρήγορα αριστερά και η πρώτη ένδειξη πως το καράβι υπακούει στο τιμόνι, ήρθε από τον διστακτικό στην αρχή ήχο του επαναλήπτη της πυξίδας που δήλωνε με το χαρακτηριστικό τικ τακ που κάνει, ότι η πλώρη του καραβιού αλλάζει θέση. Λίγο μετά ο ίδιος ήχος επαναλήφθηκε ρυθμικά σαν γάζωμα ραφτομηχανής και η πλώρη του καραβιού έρχονταν σχετικά γρήγορα αριστερά. Πόση ευχαρίστηση μου έδινε αυτό δεν λέγεται, ναι, η πλώρη του καραβιού έρχονταν προς την μπούκα του λιμανιού, το καράβι υπάκουε στο τιμόνι του. Σαν πλησίασε (η πλώρη) την είσοδο του λιμανιού είπα του τιμονιέρη: «μέεεση τιμόνι». Και όταν την είδα να φτάνει στο μέσον της μπούκας, του είπα: «κράτα γραμμή πάνω στον αριστερό κάβο της μπούκας», υπολογίζοντας ότι ο καιρός θα μας ξέριχνε σιγά σιγά προς το κέντρο της.


Σαν πέρασαν δυο τρία λεπτά είχα την χαρά να βεβαιωθώ ότι το καράβι κρατάει ικανοποιητικά στην πορεία που το έβαλα προς το λιμάνι κι αυτό μου έφερε μια χαλάρωση, τραβώντας δε, μια γουλιά καφέ από την κούπα που κρατούσα στο χέρι, είπα στον εαυτό μου χαμογελώντας αμυδρά: «πες ότι αυτή είναι εορταστική βολά (53) με κρασί», όπως λέμε στο χωριό μας. Ναι, ήταν πολύ-πολύ ευχάριστη αυτή η διαπίστωση που έκανα και ήταν μία από τις τόσο λίγες καλές στιγμές που είχα αφότου ξεκίνησε ετούτη η περιπέτεια.


Ύστερα από μερικά λεπτά άκουσα στο VHF ραδιοτηλέφωνο, στο κανάλι 16 που κάναμε ακρόαση, να φωνάζει κάποιος με ιαπωνέζικη προφορά: Κουρίτι Πρατίνουμ - Κουρίτη Πρατίνουμ. Απάντησα, αλλά η φωνή συνέχισε σε άπταιστα Ιαπωνέζικα να λέγει κάτι πάλι και πάλι. Ύστερα από κάτι “ελληνο-ιαπωνέζικες” λεξούλες που ανταλλάξαμε, ήθελα να πιστέψω ότι συστηθήκαμε, ήμουν το Κρήτη Πλάτινουμ και ήταν τα ρυμουλκά. Και για να μην αφήνω τις δουλειές μισοτελειωμένες, επήρα τα κιάλια και κοίταξα προς την είσοδο του λιμανιού. Κάπου στο βάθος, είδα δύο ρυμουλκά να έρχονται από το εσωτερικό του προς την έξοδό, με την πλώρη τους να τσαλαβουτάει στο κύμα και τα ξεσπάσματα της θάλασσας επάνω τους, να γίνονται λευκά συννεφάκια που τα κάλυπταν ολόκληρα. Παίρνοντας τον άλντι (54), τους εσκόπευσα και τους έκανα σήματα για να μας δουν. Χάι - χάι, άκουσα σαν απάντηση στα σήματά μου δυο φωνές, ίσως και χαρούμενες θα έλεγα, που έβγαιναν από το VHF. Βαθμός επικοινωνίας αστειεύθηκα πέντε στα πέντε και συνεχίσαμε φυσικά να αντιπλέουμε. Με ιδιαίτερη ικανοποίηση έβλεπα και δεν χόρταινα να το λέγω, ότι το καράβι υπάκουε στο τιμόνι του και επίσης ότι έτσι που κρατάγαμε, γραμμή με τον αριστερό κάβο του λιμανιού, η έκπτωση λόγω του καιρού, το ξέριχνε στο κέντρο της εισόδου.


Λάμπα άλντις


Τα ρυμουλκά έφθασαν πριν από εμάς κοντά στην έξοδο του λιμανιού, βουτώντας άσχημα στο κύμα που έφτανε αρκετά ζωντανό ακόμη και μέχρι εκεί. Δεν τους έπαιρνε όμως, να βγουν πιο έξω κι έκαναν κράτει. Φέρνοντας τα κιάλια στα μάτια μου και κοιτάζοντας τα κύματα, έχοντας σε φόντο τα ρυμουλκά, είχα την ευκαιρία να κάνω μια σύγκριση μεταξύ των κυμάτων και των ρυμουλκών. Ήταν φως φανάρι, ότι αν ήθελε εμπλακούν σε αναμέτρηση, σίγουρα τα ρυμουλκά δεν θα είχαν καμία τύχη. Αυτή η αδυναμία των ρυμουλκών να αναμετρηθούν με τα συγκεκριμένα κύματα, φαίνεται πως συνετέλεσε στο να αναπτυχθεί μέσα μου μία προστατευτική διάθεση για τα πληρώματα τους κι αυτός θα πρέπει να ήταν και ο λόγος που μόλις τα είδα να σταματούν εψέλλισα: «έτσι μπράβο, εκεί να περιμένετε παιδιά, όχι άλλο έξω». Κατάλαβα όμως πως με το ψέλλισμά μου, θύμιζα γονιό που βλέπει από μακριά το μικρό του να παίζει κι ενώ ξέρει πως δεν τον ακούει, αυτός το συμβουλεύει κάποια στιγμή για να μη χτυπήσει. Και μετά απ’ αυτή μου την “συμβουλή” προς τα ρυμουλκά, αισθάνθηκα κάπως καλύτερα με τον εαυτό μου, ένιωσα λες και τους προστάτευσα και μόνον μ’ αυτή την κουβέντα μου. Κι εδώ, έπιανα τον εαυτό μου να γίνεται, λίγο παιδί ίσως;


Λίγο ακόμη και πλησιάσαμε στην πολυπόθητη είσοδο του λιμανιού. Στράφηκα στον υποπλοίαρχο που βρίσκονταν στην γέφυρα λίγο πιο πέρα, όπως και στον ανθυποπλοίαρχο που έκανε την βάρδια 12-4 και τους είπα: «ώρα να πάτε πλώρα - πρύμα παιδιά». Έχε τις άγκυρες μόνον στο φρένο, υπογράμμισα στον υποπλοίαρχο κι έτοιμες για φούντο ανά πάσα στιγμή. Δεν πιστεύω, αλλά έχετε τον νου σας μήπως και χρειασθεί να δέσουμε κανένα ρυμουλκό, εσυμπλήρωσα. Εντάξει, με διαβεβαίωσε ο υποπλοίαρχος, φεύγουμε για τα πόστα μας, ο κόσμος είναι σταμπάι (55) και περιμένει. Πηγαίνετε, και όσο μπορείτε προσέχετε σας παρακαλώ, τους συμβούλεψα. Θεώρησα σωστό να τους το τονίσω αυτό, γιατί εκείνη την ώρα πέρασε απ' το μυαλό μου μια σκέψη που εκείνη την στιγμή, δεν μου άρεσε να την μοιραστώ με κανέναν άλλο. Σκέφτηκα κάτι κύματα τέρατα, που εμφανίζονται σε ημέρες χοντρής κακοκαιρίας από το πουθενά. Πεδίο εμφανίσεώς τους και το εξής: Καθώς πλησιάζει από τ’ ανοιχτά προς τη στεριά ένα ήδη μεγάλο κύμα, την στιγμή που μπαίνει από τα πολύ βαθιά στην ισοβαθή των ρηχότερων νερών, συμβαίνει ξαφνικά να αντρειώνεται έτσι, χωρίς άλλη φανερή αιτία, σε ασύγκριτα μεγαλύτερο από αυτό που ήταν μια στιγμή πριν, οι πλαγιές του να γίνονται απόκρημνες και να προχωράει σαν άκρως επικίνδυνος στο διάβα του, τραμπούκος της θάλασσας. Προσπάθησα να διώξω αυτή την σκέψη από το μυαλό μου και κορόιδευα τον εαυτό μου πως την ξέχασα, τραβώντας ανά στιγμές από μια γουλιά καφέ κι επιχειρώντας ν’ απασχολήσω την σκέψη μου με κάτι άλλο.


Στην γέφυρα έμεινα με τον ανθυποπλοίαρχο που έκανε την βάρδια 8-12, τον ναύτη, τον τιμονιέρη και τον πρώτο μηχανικό πίσω από τον τηλέγραφο - χειριστήριο της μηχανής. Οι υπόλοιποι μηχανικοί ευρίσκονταν στο μηχανοστάσιο έτοιμοι να αντιμετωπίσουν οποιαδήποτε δυσκολία ήθελε παρουσιαστεί. Σε κάποια άκρη της γέφυρας, στέκονταν κι ο μαρκόνης αμίλητος θεατής. Μέχρι και κοντά να μπούμε στην μπούκα του λιμανιού, το καράβι πήγαινε όπως πριν, σαν που ταξιδεύαμε με ένα δωδεκάρι γεμάτο. Κοντά όμως να έρθει δίπλα και αριστερά μας το νησί - χερσόνησος Shikanoshima που θα μπορούσες να το πεις και φυσικό βορινό λιμενοβραχίονα του κόλπου της Φουκουόκα, το καράβι έκανε κάποια απότομα και πολύ δυνατά ταρακουνήματα, ασύγκριτα πιο ισχυρά απ' αυτά που έκανε μέχρι τώρα και η πλώρη του καραβιού εσβάρνισε ανεξέλεγκτα δυο τρεις φορές, δεξιά - αριστερά. Τα προκαλούσε ένα πελώριο κύμα που δεν κατάλαβα πότε και από πού ξεφύτρωσε, πολύ ψηλότερο από τ’ άλλα και τώρα με τον γιγάντιο όγκο του και την κάτασπρη κορυφή του, μας προσπερνούσε από την πρύμη προς τα πλώρα. Ανεπιθύμητη συνάντηση, αλλά όπως και να το κάνεις, άκρως εντυπωσιακό και αξιοπρόσεκτο, με την επιβλητική, αν όχι και γοητευτική, υπό άλλες συνθήκες όψη του. Ανησύχησα, γιατί το μέρος δεν προσφέρονταν για ανυπακοές του καραβιού στο τιμόνι. Λίγο μετά όμως, το καράβι συνέχισε να πηγαίνει όπως πριν, ίσως και λίγο καλύτερα, γιατί το νησί αριστερά άρχισε να μας απαγκιάζει σιγά - σιγά και το ύψος του κύματος να γίνεται μικρότερο. Τα δύο ρυμουλκά με φουλαρισμένες τις μηχανές, σε λίγο έπλεαν δίπλα μας. Κάτι ήταν κι αυτό.


Όσο προχωρούσαμε η στεριά από τα αριστερά βαθμιαία μας απάγκιαζε και το κύμα έπεφτε. Το καράβι κυβέρναγε όλο και καλύτερα. Η πλώρη μας δεν ξέφευγε πλέον όσο πριν δεξιά - αριστερά, και ο επαναλήπτης της πυξίδας ελάττωσε εκείνο το αυξομειούμενο τάκα-τάκα σαν ραφτομηχανή. Τα πράγματα σταμάτησαν να φεύγουν από τα τραπέζια πριν καλά-καλά τ’ ακουμπήσεις πάνω τους. Ο δείχτης του ανεμόμετρου όμως, από την γειτονιά των 70 μιλίων (130 χλμ.) δεν έλεγε να ξεφύγει.


Με τα δύο ρυμουλκά δεξιά κι αριστερά μας, σαν τιμητικούς παραστάτες, αλλά και φύλακες αγγέλους, κάτι που ομολογώ ενίσχυε την αυτοπεποίθησή μου, συνεχίζαμε προς το βάθος του κόλπου, που βρίσκονταν και το αγκυροβόλιο. Συνειδητοποίησα ότι ο ήλιος είχε δύσει πίσω από κάποια σύννεφα και το αντιλήφθηκα τώρα από το φως της ημέρας, που σιγά - σιγά υποχωρούσε. Χαλιπώνει (56), είπα μέσα μου στην Λευκαδίτικη διάλεκτο, μάλλον σαν κάτι αστείο προς τον εαυτό μου για να χαλαρώσει. Είχαμε μπει αρκετά στην αγκαλιά του κόλπου και ελάττωσα τις στροφές της μηχανής. Με χαρά διαπίστωνα ότι το ύψος του κύματος είχε πέσει και παράμενε το όσο κύμα μπορεί να ξεσηκωθεί, με θύελλα μεν, αλλά στ’ απάγκιο και τα όρια πλέον του κόλπου της Φουκουόκα. Η ένταση του αέρα όμως, δεν μας έκανε την χάρη να υποχωρήσει, αλλά το καράβι υπάκουε όλο και καλύτερα στο τιμόνι του. Πλεούμενο δεν ξεχώριζα να κινείται στο λιμάνι και όσα υπήρχαν σ’ αυτό έδειχναν αγκυροβολημένα. Με τα κιάλια διέκρινα τα φώτα αγκυροβολίας τους αναμμένα.


Λίγο ακόμη και έβαλα την μηχανή να δουλεύει σχετικά αργά, όχι πολύ αργά όμως, γιατί ο αέρα πάντα σφύριζε και το καράβι έπρεπε να έχει κάποια ταχύτητα, αλλιώς δεν θα κυβέρναγε. Πάντως, κάπως νταϊλίτικα το πας (το καράβι) καπετάνιε, προειδοποίησα από μέσα μου ο ίδιος τον εαυτό μου, πρόσεχε. Σίγουρα αν δεν φυσούσε τόσο δυνατά, του απάντησα, θα το πήγαινα πιο αργά, αλλά τώρα πρέπει να πορευθώ “όπως μου υπαγορεύουν οι καιροί”, φράση χιλιοειπωμένη από τους πολιτικούς, που επίτηδες την χρησιμοποίησα μήπως και χαμογελάσω, κάτι που ένιωθα να το έχω τόσο πολύ ανάγκη.


Είχαμε πλησιάσει όμως στο αγκυροβόλιο που υπήρχαν διάφορα σκάφη φουνταρισμένα και το καράβι έπρεπε να έχει χαμηλή ταχύτητα, μόλις που να κυβερνάει, γιατί ίσως χρειάζονταν να κάνουμε μανούβρες. Το έφερα κατά το δυνατόν κόντρα στον αέρα και ελάττωσα περισσότερο τις στροφές της μηχανής. Υπάκουε στο τιμόνι του και δεν κούναγε τόσο. Βγάλε έξω την αριστερή (άγκυρα), είπα στον υποπλοίαρχο, κάνα μέτρο μόνον, μη τυχόν και χτυπάει στην μάσκα και έχε την μόνον στο φρένο, έτοιμη για φούντο. Επιβεβαίωσε πως άκουσε τα όσα είπα και σε λίγο μου ανάφερε: «άγκυρα έξω από το όκιο κι έτοιμη για φούντο».


Αφού προχωρήσαμε λίγο ακόμη μέσα στην περιοχή του αγκυροβολίου, και βρεθήκαμε σε ένα μέρος που αν φουντάραμε δεν θα είχαμε άλλα καράβια πολύ κοντά μας, εκάλεσα τα ρυμουλκά στο VHF και βάζοντας τα δυνατά μου, προσπάθησα να θυμηθώ καμιά λεξούλα ιαπωνέζικη, για να τους ρωτήσω σαν γνώστες που ήταν του λιμανιού, αν είμαστε εντάξει, σε σωστό μέρος για να φουντάρουμε υπό τις παρούσες συνθήκες. Με τα πολλά φαίνεται πως κάποια λέξη θα είπα σωστή, γιατί μου απάντησαν: «οράιτο νέεε» (σαν, εντάξει πέρα για πέρα ερμήνευσα εγώ τον τρόπο που μου το είπαν). Έριξα μια τελευταία ματιά ένα γύρω, πίστεψα ότι ευρισκόμαστε στη σωστή θέση και είπα στο γουόκι του γραμματικού στην πλώρη: «έτοιμοι για φούντο». Έτοιμοι, μου απάντησε. Ύστερα εγύρισα στον πρώτο μηχανικό και του είπα: «Stop η μηχανή». Κι αυτός επαναλαμβάνοντας ό, τι του είπα, έφερε τον τηλέγραφο στο stop και η μηχανή, υπάκουα, εσταμάτησε. Δευτερόλεπτα μετά, του είπα: «half astern - χάφ αστέρν» (ανάποδα ημιταχώς). Η μηχανή ξεκίνησε ανάποδα, πετώντας τούφες μαύρου καπνού και προκαλώντας ένα μικρό τρέμουλο στο καράβι. Εβγήκα στο φτερό της γέφυρας δεξιά και παρακολουθούσα τα αφρισμένα απόνερα που ξεπετούσε προς τα πλώρα η προπέλα καθώς έστρεφε ανάποδα. Σαν έφτασαν (τα απόνερα) εκεί που ήθελα, εφώναξα με το γουόκι τόκι στο γραμματικό: «φούντοοο». Φούντοοο, μου ανταπάντησε, και έφτασε στ’ αυτιά μου ο μακρόσυρτος θόρυβος της καδένας, καθώς έφευγε βιαστικά σέρνοντας και τρίβοντας μέσα στο όκιο. Αμέσως ο ανθυποπλοίαρχος άναψε τα φώτα αγκυροβολίας από τον πίνακα που υπήρχε στην γέφυρα και εν συνεχεία τους προβολείς φωτισμού καταστρώματος και ολοτρύγυρα στο ακομοντέσιο (57), σβήνοντας τα φώτα πορείας. Δε μας χρειάζονταν, αλλά ούτε και έπρεπε να είναι πλέον αναμμένα αυτά. Σε λίγο ακούω τον γραμματικό να μου λέγει στο γουόκι τόκι, το δύο (κλειδί - 55 μέτρα καδένα) στο νερό. Το δύο στο νερό, τού ανταπάντησα, πουουού καλεί η άγκυρααα; Πλώρα και σχεδόν χαλαρή η καδένα, μου απάντησε. Εντάξει, λάσκα καδένα, του είπα, κι αμέσως μετά εφώναξα στον πρώτο μηχανικό: «Κράτει η μηχανή». Κράτει η μηχανή, μου απάντησε ο πρώτος και η μηχανή αμέσως εσίγησε. Λίγο μετά άκουσα τον γραμματικό να μου λέγει: «το τρία στο νερό, πλώρα καλεί η καδένα, χαλαρά». Εντάξει, του απάντησα, λάσκα καδένα και μόλις έρθει το τέσσερα στην πόμπα, σφίξε ελαφρά το φρένο, ώστε να φεύγει η καδένα από την πόμπα λίγο τραβηχτά. Κατάλαβα, με το τέσσερα στην πόμπα, σφίγγω ελαφρά το φρένο, μου απάντησε ο γραμματικός. Σε λίγο ξανακούω την φωνή του: «το τέσσερα στην πόμπα, και σφίγγω φρένο ελαφρά». Έπειτα πάλι, να μου λέγει ότι το καράβι έχει πάρει φόρα προς τα πίσω και ότι η καδένα φεύγει συνέχεια τραβηχτά από την πόμπα. Συνέχισε να λασκάρεις έτσι καδένα, κάνω εμπρός την μηχανή και μόλις μποσικάρει η καδένα πες μου, του αντιγύρισα. Εντάξει μου απάντησε, κι αμέσως μετά εγύρισα στον πρώτο: «half ahead» (χάφ αχέντ - πρόσω ημιταχώς). Ακούσαμε την μηχανή να ξεκινάει με τον χαρακτηριστικό κάπως υπόκωφο θόρυβό της, πετώντας τα γνωστά συννεφάκια καπνού στην ατμόσφαιρα, ενώ το μάτι μου έπιανε τον δείκτη του στροφομέτρου να κινείται προς την σωστή κατεύθυνση και να σταθεροποιείται λίγο πριν το μέσον του καντράν. Δεν πέρασε πολύ κι ακούω τον γραμματικό: «καδένα χαλαρή». Καδένα χαλαρή, του απάντησα. Φέρε το πέντε στο νερό κι αγάντα, συνέχισα. Σαν απόηχος, ο γραμματικός επανέλαβε την εντολή μου. Κι αμέσως μετά είπα του πρώτου: «κράτει η μηχανή». Στη στιγμή η μηχανή εσίγησε πάλι. Απόμεινε μόνον το στρίγκλισμα του αέρα, που ακούραστος φύσαγε ακόμη και μέσα στο λιμάνι, με τον δείχτη του ανεμόμετρου να παίζει νευρικά πάνω στα 65 μίλια (120 χλμ.). Σε λίγο, ακούω τον γραμματικό να μου φωνάζει: «το πέντε στη θάλασσααα. Πάω αγάντααα». Αγάντα και πες μου πώς φερμάρει η καδένα, του απάντησα. Σε λίγο τον ακούω να μου λέγει με μια πρόδηλη ευχαρίστηση στη φωνή του: «αγαντάρισα, πλώρα και μακριά καλεί η καδένα αλλά όχι επικίνδυνα». Εντάξει, πρόσεξε μήπως μποσικάρει ξαφνικά και κατόπιν ξανά φερμάρει, σημάδι ότι την σέρνουμε, του απάντησα. Αγαντάρει πλώρα και μακριά η καδένα, αλλά σταθερά, μου λέγει. Του είπα πως τον κατάλαβα και λίγο μετά του ζήτησα να βάλει το χέρι του πάνω στην καδένα μετά το στόπερ, για να προσέξει μήπως και αισθανθεί κάτι σαν το τρέμουλο που προκαλεί η καδένα όταν σέρνει. Σε κάνα λεπτό μου απάντησε: «Δεν νιώθει σύρσιμο το χέρι μου καπετάνιε, η άγκυρα έπιασε και μας κρατάει». Εντάξει, λάσκα σιγά - σιγά με το φρένο το 7 (κλειδί) στη θάλασσα και σφίξε, του απάντησα . Λασκάρω το εφτά στη θάλασσα, συνέχισε και αμέσως μετά άκουσα την καδένα να πηγαίνει κατά στιγμές λάσκα. Το 6 στη θάλασσα, τον ακούω να μου λέγει σε λίγο και κατόπιν, το 7 στη θάλασσα και σφίγγω. Αγάντα εκεί, του απάντησα και περίμενε. Αγάντα καδένα, μου ανταπάντησε. Στιγμές αργότερα τον ρώτησα: «πως είναι η καδένα»; Καλεί κατάπλωρα, ξενερίζει σταθερά μέχρι πέρα μακριά. Δείχνει να έχει πιάσει η άγκυρα, μου είπε. Περίμενε ακόμη λίγο, του απάντησα. Ξέρω πως κάθε περίμενε δικό μου, δεν ευχαριστούσε καθόλου αυτούς που βρίσκονταν κατάπλωρα πάνω στο καμπούνι (58) εκτεθειμένοι στον παγωμένο αέρα που φυσούσε ακόμη και τώρα μέσα στο λιμάνι με 65 και πλέον μίλια (120 χλμ.). Δε γίνονταν όμως αλλιώς. Σε ένα χαρτί εσημείωσα τις διοπτεύσεις και τις αποστάσεις των πλησιέστερων προς εμάς φουνταρισμένων καραβιών με την βοήθεια του ραντάρ και όσα στοιχεία χρειαζόμουν για να βάλω το ακριβές δικό μας στίγμα πάνω στον χάρτη. Άφησα τον μεταβλητό κύκλο αποστάσεων ίσα να αγγίζει ένα ευδιάκριτο σημείο της ξηράς, που υπήρχε πλώρα μας και μπήκα στο τσάρτρουμ. Τα δύο ρυμουλκά είχαν έρθει από δεξιά μας στο ύψος της γέφυρας και περίμεναν παράλληλα με το καράβι, υπομονετικά. Αφού τελείωσα αυτό που έκανα στον χάρτη, επέστρεψα στο ραντάρ και έλεγξα την θέση του μεταβλητού κύκλου του ραντάρ. Συνέχιζε μόλις να εφάπτεται όπως πριν στο σημείο που τον είχα βάλει. Άρα το καράβι παράμενε στην θέση του. Ομολογώ ότι την στιγμή εκείνη, έφυγε ένα μεγάλο βάρος από μέσα μου. Ένοιωσα ασφάλεια, σιγουριά, βρήκα το εαυτό μου. Χαμογέλασαν τα χείλη μου χωρίς να υποκρίνομαι.


Ώρα όμως να φέρω κι αυτούς που βρίσκονταν τόση ώρα πάνω στο καμπούνι μέσα στο κρύο, πίσω, στην ζεστασιά του ακομοντεσίου, εσκέφθηκα. Εκάλεσα γι’ αυτό τον γραμματικό, ευχόμενος μέσα μου να είναι η τελευταία φορά που το κάνω γι’ απόψε και του είπα, αφού ρίξει το στόπερ, να έρθουν πρύμα, αλλά να στείλει έναν ναύτη στην γέφυρα. Οι κυβερνήτες των ρυμουλκών κατάλαβαν ότι είχαμε τελειώσει και μου έκαναν νοήματα για να φύγουν. Τσότο μάτε (περιμένετε λίγο), τους είπα στο VHF, ενώ χαμογέλασα για τις ιαπωνέζκες λεξούλες που πέταγα που και που. Από κάτι που μουρμούρισαν σαν απάντηση προς εμένα, κατάλαβα ότι απόρησαν γιατί τους είπα να περιμένουν. Σε λίγο ήρθε ο ναύτης που μου έστειλε ο γραμματικός στην γέφυρα και του έδωσα δύο μπουκάλια ουίσκι που είχα φέρει από το γραφείο μου. Να τα βάλεις σε ένα μπουγέλο, του είπα, και να τα καλουμάρεις (59) στα ρυμουλκά. Έφυγε ο ναύτης και σε λίγο τον είδα στα ρέλια της κουβέρτας δεξιά, να καλουμάρει με ένα ιβιλάι (60) το μπουγέλο με τα ουίσκι προς τα ρυμουλκά. Εβγήκα στην δεξιά βαρδιόλα (61) με τον άλντι στο χέρι και αναβοσβήνοντας το φως του, τους τράβηξα την προσοχή. Κατόπιν έφερα τη δέσμη του να φωτίζει σταθερά τον ναύτη και το μπουγέλο. Κατάλαβαν πως κάτι τους στέλνω και ένα από τα δύο ρυμουλκά, με μία ευέλικτη μανούβρα (τα συγκεκριμένα ρυμουλκά ημπορούσαν να πάρουν στροφή 360 μοιρών, σε απόσταση ίση με το μήκος τους), ευρέθηκε σε απόσταση ενός μέτρου από το καράβι μας. Κάποιος από το κατάστρωμα του ρυμουλκού έπιασε το σκοινί με τον γάντζο ενός κονταριού και τράβηξε το μπουγέλο. Σαν είδε το περιεχόμενό του, πρέπει να ένιωσε απρόσμενη και πολύ ευχάριστη έκπληξη. Τον άκουσα κάτι να λέει φωναχτά στον κυβερνήτη του από πάνω και εν συνεχεία, εστράφηκε προς εμένα και κάτι είπε, φέρνοντας το χέρι στο στήθος και κάνοντας μια υπόκλιση. Του κούνησα το χέρι μου σε χαιρετισμό και βιάστηκα να μπω στην γέφυρα γιατί άκουσα το ρυμουλκό να μας φωνάζει. Ήταν ο κυβερνήτης του ρυμουλκού που μου έλεγε πάλι και πάλι ντόμο αριγατό (ευχαριστώ πολύ) στο VHF. Του ανταπέδωσα τις ευχαριστίες και τελικά είπαμε σαγιονάρα (αντίο). Ευχαρίστησα τον Θεό που έφευγαν χωρίς να χρειασθεί ούτε ν’ ακούμπησαν στο καράβι μας. Το ότι και μόνον βρίσκονταν στις πλευρές του καραβιού μου όμως, με έκανε να νιώθω σιγουριά και ασφάλεια που δεν την είχα, αλλά την χρειαζόμουν όσο τίποτε άλλο. Η σκέψη και μόνον ότι σε ημέρες χοντρής κακοκαιρίας τα Ιαπωνέζικα λιμάνια βρίθουν από αλιευτικά, τα οποία έχουν βρει σ' αυτά καταφύγιο, ήταν αρκετή για να ζητήσω την βοήθειά τους (των ρυμουλκών). Αν κάποιο απ’ τα τόσα αλιευτικά που προσπεράσαμε μέσα στο λιμάνι, τόσο κοντά, καθώς προχωρούσαμε προς το αγκυροβόλιο δυσκολοκυβερνώντας, το έπαιρνα από κάτω και το βούλιαζα, τότε πέρα από το κρίμα που θα έπεφτε πάνω μου, κάτι που είναι αμφίβολο αν θα το άντεχα, το σπίτι μου δεν ξέρω αν θα το ξανάβλεπα, χωρίς να αναφερθώ και στα οικονομικά επακόλουθα που σίγουρα δεν θα ήταν καθόλου ευκαταφρόνητα για την εταιρεία μας.


Θεώρησα υποχρέωσή μου να ενημερώσω τις αρχές του λιμανιού για την αγκυροβολία μας στο λιμάνι τους, γι’ αυτό και τις εκάλεσα στο VHF, όπως συνήθως άλλωστε κάνουμε. Απάντηση όμως δεν επήρα. Παράξενο. Ήμουν σίγουρος ότι μας άκουγαν και ότι γνώριζαν και την τελευταία μας κίνηση. Τέτοια πράγματα δεν ξεφεύγουν των Ιαπωνέζων. Και τότε γιατί δεν μου απαντούσαν; Ούτε και κατά την είσοδό μας στο λιμάνι όμως μου απάντησαν. Το γιατί παράμενε. Κουβεντιάζοντάς το όμως με τον εαυτό μου, κατέληξα στο ότι οι Ιαπωνέζοι με την σιωπή τους μου έλεγαν: «κούρνιαξε εδώ μέσα που ήρθες καπετάνιε και άσε τις επισημότητες. Οι επισημότητες οδηγούν σε άλλες διαδικασίες για το καράβι, διατυπώσεις, επισκέψεις αρχών, έξοδα και βάλε. Κλείσε λοιπόν το στόμα σου, ξεπέρασε την δυσκολία που σε βρήκε και σαν υποχωρήσει ο καιρός φεύγα. Δεν σε είδαμε δεν σε ακούσαμε».


Άφησα τα - με ακούνε δεν με ακούνε οι αρχές - και πήγα στον ασύρματο. Είπα στον μαρκόνη που κάθονταν αναπαυτικά πλέον σε μια καρέκλα, να καλέσει με το δορυφορικό τηλέφωνο το γραφείο μας στην Αθήνα. Η σύνδεση ήταν άμεση. Μου απάντησε η γραμματέας και ζήτησα να μιλήσω με τους καπεταναίους. Και μόνον που άκουσαν ότι καλεί ο καπτά Σταύρος από το Κρήτη Πλάτινουμ, ήταν αρκετό για να βαρέσουν άτυπο συναγερμό σε όλο το γραφείο. Πού βρίσκεσαι καπτά Σταύρο, ήταν η πρώτη ερώτηση αυτού με τον οποίο μιλούσα (μάλλον ο καπτά Γιάννης ο Φανέλης ήταν και πάλι). Όλα καλά, ήταν η πρώτη κουβέντα που του είπα. Ευρισκόμαστε φουνταρισμένοι και ασφαλείς μέσα στο λιμάνι της Φουκουόκα, τα ρυμουλκά δεν χρειάσθηκε ούτε καν ν’ ακουμπήσουν επάνω μας, ο αέρας όμως ακόμη κι εδώ μέσα έχει ένταση 65 μιλίων (120 χλμ. – 11 με 12 μποφόρ) ακατέβατα, αλλά η άγκυρά μας έχει πιάσει και μας κρατάει. Σαν να μην πίστευε όμως στ’ αυτιά του, εκατάλαβα πως επανέρχονταν με τις ίδιες ερωτήσεις, διαφορετικά διατυπωμένες, για να με ακούει φαίνεται να του επιβεβαιώνω πάλι και πάλι ότι «το καράβι ήταν αγκυροβολημένο και ασφαλές μέσα στο λιμάνι». Κατόπιν υπέθεσα όμως, πως ίσως το έκανε και για να καταλαβαίνουν τί του λέγω, όσοι έφταναν κοντά του μόλις εκείνη την στιγμή, από τις δικές του κουβέντες, που ήταν μία μεγαλόφωνη επανάληψη των απαντήσεών μου, στις δικές του ερωτήσεις. Αφού τελικά όλοι τους άκουσαν ανακουφισμένοι “διά στόματος πλοιάρχου” ότι το καράβι ναι, ήταν πλέον ασφαλές, τους εξήγησα ότι ευθύς ως βελτιωθεί ο καιρός θα φύγουμε από εδώ για το αγκυροβόλιο που ευρισκόμαστε πριν και η συνδιάλεξή μας ετελείωσε. Συνέταξα το καθιερωμένο “τηλεγράφημα αφίξεως” προς το γραφείο, στο οποίο τους γνώριζα εγγράφως τα όσα τους είχα πει λίγο πριν προφορικά, συν τα υπόλοιπα καυσίμων, νερού και λιπαντικών. Το έδωσα στον ασυρματιστή και σε μερικά λεπτά τους το διαβίβασε με το τέλεξ που διέθετε το καράβι.


Τα δελτία καιρού δεν ανάφεραν τίποτε για βελτίωση, τα προειδοποιητικά θυέλλης συνέχιζαν και φυσικά για εμένα η κατάσταση ακόμη και μέσα στο λιμάνι παράμενε στο κόκκινο. Γέφυρα και μηχανή συνέχιζαν να βρίσκονται σε ετοιμότητα.


Αφού επανειλημμένα βεβαιώθηκα ότι η θέση του καραβιού παραμένει αναλλοίωτη, είπα στον αξιωματικό της βάρδιας στην γέφυρα, ότι θα πάω ν’ αναπαυθώ για λίγο στο κρεβάτι μου. Του ζήτησα να μην κλείσει το ραντάρ και να το συμβουλεύεται συνέχεια, όπως όταν ταξιδεύουμε. Το VHF να είναι πάντοτε ανοιχτό στο κανάλι 16 και να μην το απασχολήσει κανείς για ιδιωτική συζήτηση. Κάθε τόσο να διπλοτσεκάρει το στίγμα μας, διοπτεύοντας με το παλινώριο (62) τα φανάρια και στην παραμικρή αμφιβολία, για οτιδήποτε, να με φωνάξει. Τις ίδιες οδηγίες τις πέρασα και στο βιβλίο νυχτερινών οδηγιών του πλοιάρχου, που τηρούσαμε στην γέφυρα και υπέγραφε κάθε αξιωματικός που αναλάμβανε βάρδια, ότι έλαβε γνώση τους.


Σαν ξάπλωσα στο κρεβάτι είπα στον εαυτό μου: Το Κρήτη Πλάτινουμ ευρίσκεται επί τέλους σώο κι ανέγγιχτο σε ασφαλές λιμάνι, στα χέρια σου. Οι φόβοι και οι αμφιβολίες ας γίνουν παρελθόν. Προχωράμε. Αυτή η ασφάλεια που πέρασε και μέσα μου, άφησε τα μάτια μου να κλείσουν.


Το χάραμα χωρίς κανείς να με ξυπνήσει, ανανεωμένος, ευρέθηκα με ένα φλιτζάνι καφέ στην γέφυρα. Ο αέρας σφύριζε, αλλά είχε πέσει αισθητά κι αυτό μου άρεσε. Καθισμένος στην καρέκλα του καπετάνιου απολάμβανα ήρεμα τον καφέ μου. Τι εύγευστο τον έκανε η σιγουριά της αγκαλιάς του λιμανιού!


Αρκετά μετά την ανατολή του ήλιου ο αέρας είχε πέσει για καλά και θα μπορούσα όποτε ήθελα να φύγουμε. Έπιασα τον εαυτό μου όμως, να του καλαρέσει το λιμάνι. Στο κάτω κάτω δεν μας περίμενε και κανένας ναύλος, στο παλιό γνωστό αγκυροβόλιο θα γυρίζαμε. Κατά τις δέκα όμως η ώρα με φώναξε ο μαρκόνης. Με καλούσε στο δορυφορικό τηλέφωνο ο καπτά Παύλος ο Τσούμος από το Τόκιο. Ξέρω ότι έστρωσε ο καιρός, μου είπε, λίγο φυσάει, έφυγες; Όχι καπτά Παύλο, του απάντησα, φεύγουμε όμως σε λίγο. Εντάξει, μου απάντησε, φύγετε. Κατά την γνώμη μου, έλεγε αυτό το φύγετε με κάποιο νόημα στη φωνή του. Κάτι μου έλεγε πως εννοούσε: «αφού δεν χρειάζεται, ας μη τους γινόμαστε άλλο φόρτωμα» (των αρχών του λιμανιού). Ατυχώς, αν και αυτό περνούσε αρκετές φορές απ’ το μυαλό μου, ποτέ δεν του ζήτησα να μου το επιβεβαιώσει σε επόμενες συναντήσεις μας, αν δηλαδή πράγματι οι αρχές της Φουκουόκα έκαναν τα στραβά μάτια σχετικά με την είσοδό μας στο λιμάνι τους.


Σε λίγο εβιράραμε την άγκυρα και με προσοχή εβγήκαμε από το λιμάνι βάζοντας γραμμή για το γνωστό μας αγκυροβόλιο το Mutsure. Έξω από το λιμάνι ένιωσα την υποχρέωση να πω ένα ευχαριστώ στις αρχές του λιμανιού της Φουκουόκα για την φιλοξενία, μέσω του VHF στο κανάλι 16, χωρίς να περιμένω απάντηση αυτή την φορά. Πιστεύω πως κάποιοι θα το άκουαν και θα το σχολίαζαν μεταξύ τους.


Φυσούσε κάνα πεντάρι, ίσως και περισσότερο, πάλι από τα ΒΔ, αλλά το αποθάλασσο ήταν ψηλό και η κορυφή του ακόμη ζωντανή, δεν σου θύμιζε το αποθάλασσο με την καμπυλωτή κορυφή που έρχονταν με την κεκτημένη ορμή του από κάπου μακρύτερα, μετά από κακοκαιρία που είχε προκύψει ίσως και μέρες πριν. Το δικό μας ήταν φρέσκο πράμα, ζωντανό ακόμη.


Σε μία βολτούλα που έκανα στο καράβι, άκουσα από κάποιους ναύτες που δεν με έβλεπαν να αστειεύονται μεταξύ τους λέγοντας κάπως συχνά ο ένας στον άλλο: « όοοοορε κύμααα»! Ερώτησα να μάθω που αναφέρονταν αυτό το αστείο ή και πείραγμα θα έλεγες. Μου εξήγησε λοιπόν κάποιος μισογελώντας: «Χθες καθώς μπαίναμε στο λιμάνι, περίπου στην είσοδο του κόλπου, οι ναύτες που ήμαστε σταμπάι πρύμα, κοντά να έρθει δίπλα μας η αριστερή στεριά, (το νησί – χερσόνησος Shikanoshima εννοούσαν), είδαμε να μας κυνηγάει από πρύμα ένα θεόρατο κύμα όλο αφρούς, μέτρα το μπόι του ψηλότερο από την πρύμη μας. Σου θύμιζε βαρβάτο ψαρί άλογο που έρχονταν με σηκωμένα τα μπροστινά του τα ποδάρια έτοιμο να μας πάρει από κάτω του. Καταλάβαμε τι πρόκειται να γίνει και ορμήσαμε όλοι μας για τα επάνω πρυμιά ντέκ (63), εκτός του Μήτσου. Παρ’ όλο που του φωνάζαμε να μας ακολουθήσει, έκατσε και κοίταζε το κύμα νά‘ρχεται αφρισμένο και σαν να τον είχε, δεν ξέρω τι να πω, σαν να τον είχε μαγέψει, δεν έλεγε τίποτ’ άλλο από ένα, όοοορε κύμααα, και το κοίταζε. Ευτυχώς την τελευταία στιγμή συνειδητοποίησε τον άμεσο κίνδυνο που διέτρεχε και πιάστηκε από τις πεταλούδες (64) μιας πόρτας ασφαλείας (υδατοστεγούς) που βρίσκονταν στον πρυμιό μπλουμέ (65) του ακομοντεσίου στον χώρο του ρεμέντζου (66). Είχε τύχη που τον κράτησαν τα χέρια του και δεν τον πήρε η θάλασσα καθώς καβαλίκευε το καράβι, ούτε και τον παρέσυραν τα νερά κατόπιν, που άδειαζαν με βουητό καταρράχτη δεξιά κι αριστερά της πρύμης».


Ώστε αυτό κρύβονταν λοιπόν πίσω από το πειραγματάκι που άκουγα, είπα στον εαυτό μου και θυμήθηκα το χθεσινό βίαιο σβάρνισμα της πλώρης του καραβιού δεξιά - αριστερά και το ταρακούνημά του, κοντά να παραλλάξουμε (67) την χερσόνησο Shikanoshima. Ευχαρίστησα τον Θεό που δεν πήρε το παλικάρι έτσι ξαφνικά η θάλασσα. Ο Μήτσος ο Μπατούνας, όπως ήταν το επίθετό του, από την Ηλεία, ήταν ένας γερός άνδρας, γύρω στα τριανταπέντε, μέτριου αναστήματος, καστανόξανθος, με ιδιαίτερα γνωρίσματα μία λακουβίτσα στο κάτω χείλος και την κάπως ένρινη ομιλία του. Μου ήταν πολύ συμπαθής και με το πρόσχημα πως κάτι ήθελα να τον ρωτήσω, τον εφώναξα στο γραφείο μου. Του τα έφερα έτσι, του τα έφερα αλλιώς και στο τέλος με μια ενθάρρυνση από μένα, με ύφος λίγο ντροπιασμένο, επανάλαβε τα όσα περίπου ήξερα για το χθεσινό περιστατικό. Το μόνο καινούργιο που έμαθα ήταν, πως η κοιλιακή του χώρα κάτω από τον αφαλό είχε μαυρίσει ολόκληρη, από το στρίμωγμα που του έκανε το κύμα πάνω στην πόρτα, αλλά δεν αισθάνονταν καμία ενόχληση γιατί κατά πως μου τόνιζε στις επανειλημμένες ερωτήσεις μου, ήταν επιφανειακό. Τελικά ύστερα από παρακλήσεις, δέχθηκε να το δω. Έδειχνε να είναι όπως μου τα έλεγε και για να τον κάνω να απαλλαγεί από τυχόν φοβίες και ενοχές, του είπα με κάπως ζωηρό και χαμογελαστό ύφος: «Εντάξει ορέ Μήτσο, πάνε αυτά, περάσανε, ξέχασέ τα, στη θάλασσα συμβαίνουν κι αυτά. Τα καλύτερα θ’ ακολουθήσουν. Που θα πάει, δε θα γείρει το καράβι και σε καμιά Αργεντίνα, καμία Βραζιλία; Ω ρε μάνα μου τι έχει να γίνει εκεί. Καλά θα περάσουμε από ‘δώ και πέρα Μήτσο, του έλεγα γελώντας, πήγαινε τώρα στο καλό κι αν αισθανθείς το παραμικρό στην κοιλιά σου μου λες, χωρίς να διστάσεις. Έτσι»; Κατάλαβα ότι ενισχύθηκε η αυτοπεποίθησή του από την κουβέντα μας, με χαιρέτησε λέγοντας μου αρκετές ευχαριστίες κι έφυγε χαμογελαστός κι αναθαρρεμένος. Αυτή μας όμως την κουβέντα πρέπει να την εκτίμησε πολύ, γιατί έκτοτε με έβλεπε με ακόμη μεγαλύτερο σεβασμό. Πάντως, εστενοχωρήθηκα πολύ μ’ αυτό που του συνέβη. Δε μπορούσα να χωνέψω ότι παραλίγο να μου τον πάρει η θάλασσα και μάλιστα πάνω από ένα πανύψηλο ξεφόρτωτο καράβι 20000 τόνων, σχεδόν μέσα στο λιμάνι. Εδόξαζα τον Θεό που δεν συνέβη αυτό το κακό και τώρα μέχρι ένα λεπτό πριν είχα τον άνθρωπο αυτόν μπροστά μου μέσα στο γραφείο μου και μιλούσα μαζί του. Η εταιρεία μας στην Αθήνα που της ανέφερα το περιστατικό, το έλαβε σοβαρά υπ’ όψιν και μου ζήτησε να τους κρατάω ενήμερους για την υγεία του. Ευτυχώς και δεν χρειάσθηκε να κάνουμε τίποτε, γιατί ο μώλωπας αποδείχθηκε όπως ο ίδιος ισχυρίζονταν, επιφανειακός και σιγά - σιγά εξαφανίσθηκε.


Πέντε περίπου ώρες αργότερα είχαμε επιστρέψει στο ήδη γνωστό μας αγκυροβόλιο του Mutsure, όπου και εφουντάραμε με τις συνήθεις διαδικασίες, αναμένοντας μια γρήγορη ναύλωση που αν ήταν δυνατόν, να μας οδηγούσε και σε ωραία λιμάνια, “ναυτικά” στην διάλεκτο των ναυτικών (λες και τ’ άλλα λιμάνια δεν είναι ναυτικά), δηλαδή με νυχτερινή ζωή στα οικονομικά μέτρα του ναυτικού.


Σε λιγότερο από μια εβδομάδα ίσως, τα καλά νέα ήρθαν. Μας χρονοναύλωσε (68) μια μεγάλη ιαπωνέζικη εταιρεία, η Sumitomo αν θυμάμαι καλά. Θα φορτώναμε παρτίδες - παρτίδες γενικό φορτίο από διάφορα λιμάνια της Ιαπωνίας, του Χόνγκ Κόνγκ, Σιγκαπούρης, Κολόμπο Σριλάνκας (Κεϋλάνης), Μορίσιους (Άγιος Μαυρίκιος), Ρενιόν (Reunion) - νησάκια ανατολικά της Μαδαγασκάρης στον Ινδικό - και από το Ρενιόν θα πηγαίναμε στο Μπουένος Άιρες και το Ροζάριο της Αργεντίνας για εκφόρτωση, όπως και στο Σάντος και την Παρανάγκουα της Βραζιλίας, μετά απ’ αυτά. Ως συνήθως όμως, τα καράβια που θα βρεθούν κενά φορτίου σ’ αυτά τα μέρη, φορτώνουν πάλι σε λιμάνια της ίδιας περιοχής. Σε ωραιότερα λιμάνια δεν νομίζω ότι θα μπορούσαμε να πάμε, ούτε παραγγελία να τα είχαμε. Μήνα ολόκληρο και βάλε θα τρώγαμε εκεί κάτω. Ήρθαν όμως στον νου μου τα λόγια που είπα στον ναύτη, τον Μήτσο τον Μπατούνα και γέλασα. Κοίτα που επαληθεύθηκα, είπα.


Αμέσως σχεδόν μετά την λήψη της είδησης της χρονοναύλωσης, έλαβα τηλεγράφημα από τους χρονοναυλωτές και τον πράκτορά τους, που με πληροφορούσαν ότι πρώτο λιμάνι φορτώσεως θα ήταν η Κοκούρα, ορατή με το μάτι από την θέση που βρισκόμαστε αγκυροβολημένοι (περιλαμβάνεται στο ευρύτερο συγκρότημα Kitakyushu). Μου ζητούσαν να κατευθυνθούμε στην θέση παραλαβής πιλότου για να πλευρίσουμε στην προβλήτα φορτώσεως μέσα στο λιμάνι της Κοκούρα. Ήταν και πάντα είναι ένα γιγάντιο βιομηχανικό κέντρο της Ιαπωνίας (που από τύχη, επειδή την έκρυβε η ομίχλη, δεν της έριξαν οι Αμερικανοί την δεύτερη ατομική βόμβα και την έριξαν στο Ναγκασάκι).


Οι καιρικές συνθήκες ήταν καλές, βιράραμε στα γρήγορα την άγκυρα και σε λιγότερο από μία ώρα επαίρναμε πιλότο. Σε κουβέντα μου μαζί του, μου είπε ότι στις δύο του Φλεβάρη, έκανε τέτοια κακοκαιρία στην περιοχή τους, που την έντασή της δεν την θυμήθηκαν ούτε και όταν τυφώνες την είχαν χτυπήσει παλαιότερα. Πολλά καράβια πλευρισμένα στις αμέτρητες προβλήτες των τριγύρω λιμανιών, έκοψαν τους κάβους τους και παρασυρμένα από τον αέρα, χτυπούσαν πάνω σε άλλα καράβια ή και τις ίδιες τις προβλήτες. Οι ζημιές που προέκυψαν σε καράβια και εγκαταστάσεις των λιμανιών ήταν ανυπολόγιστες. Ειδική αναφορά μου έκανε για ένα εβδομηντάρι φορτωμένο σιδηρομετάλλευμα. Ήταν πλευρισμένο σε μία προβλήτα για εκφόρτωση, κατά μήκος της οποίας υπήρχαν αρκετά γιγάντια μπαλόνια για ν’ ακουμπάνε πάνω τους μαλακά τα καράβια, γνωστά (αυτά τα μπαλόνια) και ως τύπου Yokohama. Έχουν σχήμα κοντόχοντρου λουκάνικου και ειδική κατασκευή για ν’ αντέχουν στην όποια πίεση ήθελε ασκηθεί επάνω τους, από το όποιο καράβι και μάλιστα κάτω από τις όποιες καιρικές συνθήκες, υποτίθεται. Οι υπολογισμοί τους όμως διαψεύσθηκαν. Τα μπαλόνια, προς έκπληξη των κατασκευαστών τους και των σχεδιαστών του λιμανιού, έσπασαν σαν να ήταν αϊβασιλίατικα και τα πλευρά του καραβιού χτυπούσαν πάνω στην τσιμεντένια προβλήτα, χωρίς να παρεμβάλλεται τίποτε ανάμεσά τους. Οι ζημιές στα ελάσματα του καραβιού ήταν πολύ μεγάλες, το ίδιο και αυτές που το καράβι επροκάλεσε στην ίδια την προβλήτα. Η όλη αξία αυτών των ζημιών, πάντα κατά τον πιλότο, αποτιμώνταν σε μεγάλα οικονομικά νούμερα. Κι αυτό ήταν ένα από τα πολλά όμοια που συνέβηκαν τριγύρω, μου επανέλαβε. Μου φαίνεται πως κάτι του είπα κι εγώ μέσες άκρες για τα όσα συνέβησαν και σ’ εμάς την ίδια μέρα.


Καμιά ώρα αργότερα είχαμε πλευρίσει στην προβλήτα που θα φορτώναμε και επειδή τελευταίο μας λιμάνι (υποτίθεται) ήταν το γειτονικό Σιμονοσέκι, οι διατυπώσεις με τις αρχές ήταν τελείως τυπικές. Σε λίγο το καράβι γέμισε από λιμενεργάτες. Ο σούπερ κάργκο (69) των ναυλωτών, μου έφερε το πλάνο φορτώσεως, συμφώνησα με την στοιβασία που είχε ετοιμάσει, οι γερανοί μας ήταν σηκωμένοι κι έτοιμοι να σηκώσουν το φορτίο που θα φορτώναμε, ενώ τ’ αμπάρια μας ανοιχτά το περίμεναν. Σε λίγο είδα από το παράθυρο έναν από τους γερανούς του καραβιού να κινείται προς την προβλήτα και ένα λεπτό αργότερα να σηκώνει στον γάντζο του μια σαμπανιά (70) φορτίο. Τη επόμενη στιγμή έστρεφε προς το καράβι, η σαμπανιά περνούσε την κουπαστή του καραβιού και το πρώτο φορτίο χάνονταν στο βάθος του αμπαριού. Αυθόρμητα εβγήκε από το στόμα μου η ευχή: «καλή αρχή»!


Επειδή αυτό ήταν το παρθενικό ταξίδι του καραβιού, οι αρχές του λιμανιού κατά το έθιμο που τηρούσαν, έστειλαν στο καράβι μία αντιπροσωπία τους, με λουλούδια και γλυκά για το πλήρωμα, για να το καλωσορίσουν και να του ευχηθούν καλά ταξίδια. Με παρακάλεσαν να καλέσω όσους του πληρώματος δεν είχαν δουλειά για να απευθύνουν στους κατά το δυνατόν περισσότερους του πληρώματος έναν χαιρετισμό και ένα κατευόδιο. Μία κυρία εκ των επισκεπτών μας, είχε ετοιμάσει μια μικρή ομιλία, στα αγγλικά βέβαια. Όλα τα λόγια της αναφέρονταν στις καλές σχέσεις των Ελλήνων με την Ιαπωνία και περισσότερο των ναυτικών και κατέληγαν σε αμέτρητες ευχές, να είναι καλοτάξιδο, πλήρωμα και καράβι. Την συγχαρήκαμε για την ομιλία της και την ευχαριστήσαμε θερμά όπως και τους άλλους της ομάδας της για την εξαιρετική τιμή που μας έκαναν. Στο κέρασμα που τους προσφέραμε, η κυρία που μίλησε με πλησίασε περισσότερο και μου είπε για τις δικές της ιδιαίτερες σχέσεις που είχε με τους Έλληνες. Κάποια χρόνια πριν εδούλευε στο Ελληνικό Προξενικό Λιμεναρχείο που είχε ως έδρα το Κόμπε της Ιαπωνίας. Προξενικός Λιμενάρχης μου είπε, ήταν τότε ο εξαιρετικά αγαπημένος της ανώτερος αξιωματικός του Λιμενικού Σώματος, ο Παναγιώτης ο Κοσμάτος. Όταν της είπα ότι τον γνωρίζω και μάλιστα ότι υπήρξε καθηγητής μου, δεν πίστευε στ’ αυτά της. Σαν λιμενάρχης στο Βαθύ της Ιθάκης, μας δίδασκε ναυτικά μαθήματα στο Ναυτικό Γυμνάσιο Ιθάκης, στο οποίο φοιτούσα τότε. Έπεσε από τα σύννεφα, μικρός είναι ο κόσμος, μου είπε κι αυτή η κοινή γνωριμία, μας έφερε πιο κοντά. Αρκετοί του πληρώματος τους συνοδεύσαμε μέχρι την σκάλα του καραβιού.


Σε λίγο ήρθε ο γραμματικός στο γραφείο μου. Απόψε μου είπε οι εργάτες θα δουλέψουν όλη την νύχτα, αλλά επειδή ο καιρός μπορεί να πάει στη βροχή, θα βάλω τους ναύτες σε διπλοβάρδια για να προλάβουν να κλείσουν τ’ αμπάρια αν κάνει πως θα βρέξει, το φορτίο που φορτώνουμε είναι ευαίσθητο…


Σημείωση 1: Κατά την άποψή μου το βύθισμα που αποκτούσε η σειρά των καραβιών τύπου KRITI PLATINUM ακόμη και με όλες τους τις δεξαμενές πλήρως σαβουρωμένες, ήταν μικρό, κάτι το οποίο ήταν και το τρωτό τους σημείο. Τα ξέριχνε ο καιρός πολύ ευκολότερα από τα άλλα καράβια της ίδιας εταιρείας, υπό τις ίδιες συνθήκες. Είχα την ευκαιρία να το διαπιστώσω αυτό και κατά το επόμενο μπάρκο μου, επί του KRITI GOLD, αδελφό του KRITI PLATINUM. Ως καράβια ήταν πολύ λειτουργικά, με κάπως λιτό ακομοντέσιο, αλλά και πάλι λειτουργικό. Προς μεγάλη έκπληξη ακόμη και των κατασκευαστών, ανέπτυσσαν την υπηρεσιακή τους ταχύτητα των 15 μιλίων, με κατανάλωση καυσίμων πολύ μικρότερη αυτής που οι ίδιοι οι κατασκευαστές είχαν υπολογίσει.

 

Ευχαριστίες


Ευχαριστώ θερμά τον κύριο Χαράλαμπο Τζίμα της VANOS - ΒΑΝΟΣ Α.Ε. Marine Supplies

για την καλοσύνη που είχε να θέσει στην διάθεσή μου τις πληροφορίες που αναγράφονται στο Sailing Directions of UK Hydrographic Office της περιοχής που αναφέρεται η ιστορία,

όπως και τον κύριο Σπύρο Τράμπα, Πλοίαρχο του M/V PAPA JOHN για τον ναυτικό χάρτη της ίδια περιοχής που μου έστειλε.

 

ΓΛΩΣΣΑΡΙ

1. Κουραδόρος= Ενδιάμεσο κατάστρωμα, ένα δεύτερο κατάστρωμα που έχουν πολλά φορτηγά καράβια, περί τα τρεισήμισι μέτρα, κάτω από το κύριο κατάστρωμα, ( ποικίλει ανάλογα με το μέγεθος του καραβιού) όμοιο του καταστρώματος που βλέπουμε από ψηλά σε ένα καράβι.

2. Νηογνώμονας= Είναι ιδιωτικός (κυρίως) ναυτιλιακός οργανισμός που καταρτίζει κανονισμούς ασφαλείας, τόσο επί της ναυπήγησης των πλοίων όσο και όσο και επί του εξοπλισμού τους, κατατάσσοντας αυτά σε κλάση (classification). Me ειδικούς επιθεωρητές (surveyors) τα παρακολουθεί σε όλη την διάρκεια της ζωής τους, εάν συμμορφώνονται με τους κανονισμούς τους.

3. Μάσκα καραβιού= Το μάγουλο, η εξωτερική πλευρά της πλώρης ή της πρύμης του καραβιού.

4. Pilot Book= Βιβλίο που ανάλογα του αριθμού του, δίνει λεπτομερείς ναυτικές πληροφορίες για τα λιμάνια και τις ακτές που ευρίσκονται στην περιοχή που αναφέρεται. Στα Ελληνικά καράβια χρησιμοποιούν κατά κύριο λόγο αυτά του Βρετανικού Ναυαρχείου.

4A. ADMIRALTY Sailing Directions, Japan Pilot Volume 3 NP42B13th EDITION 2022, UK Hydrographic Office. κεφάλαιο WESTERN ANCHORAGES παράγραφος 2.70

υποπαράγραφος 3, αριστερή στήλη, λέει ξεκάθαρα ότι στον πυθμένα αυτόν που αποτελείται από βράχους - πέτρες, με ένα λεπτό στρώμα άμμου και λασπη, η άγκυρα δεν πιάνει καλά.


4Β. ADMIRALTY Sailing Directions, Japan Pilot Volume 3 NP42B13th EDITION 2022, UK Hydrographic Office. WESTERN ANCHORAGES παράγραφος 2.70 υποπαράγραφος 6, λέγει:

"ΠΡΟΣΟΧΗ: Πολυάριθμα εμπόδια, βραχώδεις ύφαλοι και ναυάγια βρίσκονται εντός του αγκυροβολίου".


5. Κλειδί καδένας αγκύρας= Έκταμα καδένας μήκους 15 οργυιών (27,5 μέτρων).

6. Γουόκι τόκι = Μικρό ραδιοτηλέφωνο που κρατάμε στο χέρι.

7. Σκάπουλος = Ο δεύτερος ναύτης της βάρδιας που εκείνη την στιγμή δεν κάνει τιμόνι και συνήθως εκτελεί χρέη οπτήρα.

8. Κομπινέσιον σκάλα = Συνδυασμός κανονικής σκάλας και σκάλας πιλότου. Υπάρχει υποχρεωτικά στα πλοία που το ύψος του καταστρώματός τους είναι μεγαλύτερο των 9 μέτρων από την θάλασσα, προς αποφυγή υπερβολικής κόπωσης αυτού που την ανεβαίνει.

9. Φτερό γέφυρας = Ο χώρος δεξιά - αριστερά έξω από την γέφυρα (ή και βαρδιόλα).

10. Πιλοτίνα = Η βάρκα του πιλότου που έχει ειδικά διακριτικά, όπως και ειδικά φώτα την νύχτα για να ξεχωρίζει.

11. Διοπτεύω = Παρατηρώ από διοπτηρία πυξίδα ή επαναλήπτη πυξίδος με την χρήση αζιμουθιακού κύκλου στις πόσες μοίρες βλέπω ένα αντικείμενο, φανάρι, πλοίο, ακρωτήριο κλπ.

12. Ρεσπέντζα = Κυλικείο.

13. Γραμματικός = Ο υποπλοίαρχος, η συνήθης προσφώνηση του υποπλοιάρχου στο καράβι.

14, Λασκάρω = Χαλαρώνω, δίνω μεγαλύτερο έκταμα σε αυτό με το οποίο συγκρατώ κάτι.

15. Πλώρα = Στο πρόσθιο μέρος του καραβιού.

16. Πόμπα = Το βαρούλκο – βίντσι αγκύρας.

17. Λοστρόμος = Ο ναύκληρος, ο προϊστάμενος των ναυτών καταστρώματος (η νοικοκυρά του καταστρώματος).

18. Τρελό – δουλεύει στο τρελό = δουλεύει χωρίς φορτίο – χωρίς να παράγει έργο.

19. Κομπλάρω την καδένα = μετακινώ κάποιο γρανάζι ή μηχανισμό σε τέτοια θέση, που όταν τεθεί σε ενέργεια – στρέψη δια του κινητήρος του, το βαρούλκο αγκύρας θα δύναται κατά την επιθυμία μας να τραβήξει προς τα μέσα την καδένα ή να την χαλαρώσει – ξετυλίξει προς την θάλασσα.

20. Λασκάρω – λάσκα = Επεκτείνω, αφήνω ελεγχόμενα να χαλαρώσει κάτι, (σκοινί, σύρμα, καδένα, κλπ).

21. Κουβέρτα = Το κατάστρωμα.

22. Κοντραδούρα = Εναντίωση ισχυρή, που προέρχεται κατά κύριο λόγο από αντίθετον άνεμο, θάλασσα ή θαλάσσιο ρεύμα.

23. Βίρα ή βιράρω = σηκώνω, εισέλκω, τραβάω μέσα την καδένα.

24. Μάινα = Άφησε κάτι να κινηθεί ελεγχόμενα προς τα κάτω.

25. Φερμάρω = Τεντώνω.

26. = Σκρόφα = Αλυσέλικτρο, τύπος μεταλλικού κυλίνδρου του βαρούλκου αγκύρας από χυτοσίδηρο, στερεωμένος πάνω σε άξονα και ο οποίος κύλινδρος φέρει ολόγυρα ειδικές γλυφές, μέσα στις οποίες φωλιάζουν οι κρίκοι της καδένας της άγκυρας. Δίνοντας περιστροφή στον άξονα που είναι εφαρμοσμένος αυτός ο κύλινδρος, ξετυλίγεις την καδένα προς την μία ή την άλλη κατεύθυνση. (Αλλιώς, σκρόφα=θηλυκή γουρούνα).

27. Όκιο = Μάτι (από το λατινικό oculus), η τρύπα μέσα από την οποία βγαίνει η καδένα και η άγκυρα ή και φωλιάζει η άγκυρα.

28. Αγάντα = Κράτα δυνατά εκεί που βρίσκεται, η καδένα ή ο κάβος.

29. Πρύμα = Προς το πίσω μέρος του καραβιού ή και πηγαίνουμε μαζί με τον αέρα που έρχεται από πίσω μας, από την πρύμη.

30. Στόπερ =Εδώ, σιδερένια στιβαρή μπάρα που την τοποθετούμε ανάμεσα σε δύο κρίκους της καδένας και δεν αφήνει την καδένα να σύρει προς τα έξω, ακόμη και όταν σπάσει το φρένο αγκύρας.

31. Μαρκόνης = Ο ασυρματιστής του καραβιού.

32. Τσάρτρουμ = Αίθουσα χαρτών μέσα στην οποία φυλάσσονται οι χάρτες του καραβιού, πάνω δε στο τραπέζι που υπάρχει μέσα σ’ αυτό, απλώνονται οι χάρτες της περιοχής που ταξιδεύει το καράβι. Υπάρχει σε όλα τα καράβια.

33. Στρίτζο = Το φρεάτιο μέσα στο οποίο πέφτει – στοιβάζεται η καδένα κάθε άγκυρας, που ευρίσκεται ακριβώς κάτω από το βαρούλκο αγκύρας.

34. Έξαλα καραβιού = Οι επιφάνειες του καραβιού που εξέχουν πάνω από την θάλασσα.

35. Βάλφι = Βαλβίδα που ανοίγουμε και κλείνουμε (εδώ) το νερό της γραμμής πυρκαϊάς.

36. Αλμπουράκι = Μικρό κατάρτι.

37. Ανασπάσθηκε = Η στιγμή κατά την οποία η άγκυρα παύει να ακουμπάει στον βυθό και ανακρεμάται από το καράβι.

38. Ζωντάνευε το καράβι = εδώ, σείεται κάπως βίαια το καράβι.

39. Τσιμαρόλια = Κορυφές των κυμάτων (συνήθως μικρές) που ξεσπούν πάνω στο καράβι με βία.

40. Κουβούσι = Κάθετος ισχυρός μεταλλικός περίγυρος στο σχήμα και το μέγεθος του ανοίγματος επί του καταστρώματος κάθε αμπαριού, συνήθως σχήματος ορθογώνιου παραλληλογράμμου. Στις άνω επιφάνειές του κάθονται τα κυτοκαλύμματα, ξύλινα ή μεταλλικά, που προστατεύουν το άνοιγμα του αμπαριού και φυσικά το περιεχόμενό του. Το ύψος τους από το κατάστρωμα ποικίλει ανάλογα του σκάφους. Συνήθως είναι γύρω στα δύο μέτρα.

41. Μπότζι = Το εγκάρσιο κούνημα του καραβιού, ο διατοιχισμός.

42. Αλαμπάντα = Όλο προς μία πλευρά (δεξιά ή αριστερά).

43. Τουνέλι = Μεταλλική σήραγγα με θολωτή οροφή, μέσα από την οποία περνάει ο άξονας της κύριας μηχανής που περιστρέφει την προπέλα. Ξεκινάει από το μηχανοστάσιο και φθάνει μέχρι εκεί που ο άξονας εξέρχεται του καραβιού. Έχει πλάτος γύρω στα δυόμισι μέτρα και ύψος περί τα τρία.

44. Ορθοπλωρίζω = Στρέφω το καράβι καταμέτωπα πάνω στο κύμα ή τον αέρα.

45. Πομπάρω = Στέλνω με την αντλία (εδώ πόμπα) κάποιο υγρό.

46. Αντιμάμαλο = Επιστροφή ενός κύματος αφού πρώτα χτύπησε στα βράχια της ακτής, παλινδρομικός κυματισμός.

47. Ξεμποτσαρίσθηκε = Ξέφυγε από τις προσδέσεις που το συγκρατούσαν ασφαλισμένο σε ένα σημείο.

48. Φουντάρω = Ρίχνω την άγκυρα.

49. Ρυμουλκαδόρος = Εδώ, αυτός που εργάζεται σε πλοίο ρυμουλκήσεως.

50. Φούντο = Εντολή προς αυτόν που χειρίζεται την άγκυρα, να ελευθερώσει την άγκυρα να φύγει, να ποντισθεί.

51. Τιμονάκι = Ηλεκτροϋδραυλικό σύστημα περιστροφής του τιμονιού δεξιά- αριστερά (κάθε καράβι έχει δύο και στο ανοιχτό πέλαγος χρησιμοποιείται μόνον το ένα).

52. Επαναλήπτης πυξίδος (γυροσκοπικής) = Η ένδειξη της κύριας γυροσκοπικής πυξίδας μεταφέρεται με επαναλήπτες σε όποιο σημείο ή όργανο του πλοίου χρειάζεται. Κάθε επαναλήπτης γίνεται ακριβώς μία εύχρηστη πυξίδα χωρίς τις πολυπλοκότητες της “μάνας” πυξίδας.

53. Βολά = γουλιά, καταψιά.

54. Άλντις = Δυνατή λάμπα, φορητή, με κατευθυνόμενο φως, όπου με την χρήση της δύνασαι ακόμη και την ημέρα να εκπέμψεις σήματα μόρς, δουλεύει με το ρεύμα μπαταρίας.

55. Σταμπάι = Έτοιμος, ετοιμότητα, παράφραση του αγγλικού stand by.

56. Χαλίπωμα = ο χρόνος από την δύση του ηλίου ως το σούρουπο (την χρησιμοποιούμε στην Λευκάδα}

57. Ακομοντέσιο = Ο χώρος ενδιαιτήσεως των επιβαινόντων σε ένα πλοίο, τα σπίτια (παράφραση του αγγλικού accommodatιοn).

58. Καμπούνι = Πρόστεγο, ο υπερυψωμένος χώρος άνω του κυρίου καταστρώματος, στο τελείως πρόσθιο μέρος του καραβιού, πάνω στον οποίο υπάρχει το βαρούλκο αγκύρας, όπως και άλλα μέσα για την πρόσδεση του καραβιού. Στον χώρο του από κάτω, φυλάσσονται οι κάβοι του καραβιού όπως και το πλείστο των εφοδίων του καταστρώματος.

59. Καλουμάρω = Δένω κάτι (συχνά με ένα σκοινάκι, αλλά όχι μόνον) και το κατεβάζω σε κάποιο χαμηλότερο σημείο. Την ίδια φράση χρησιμοποιούμε και όταν κατεβάζουμε ελεγχόμενα την άγκυρα.

60. Ιβιλάι = Σκοινάκι διαμέτρου 15 περίπου χιλιοστών, στην άκρη του οποίου φκιάνουν έναν κόμπο σαν γροθιά για να έχει κάποιο βάρος και να έχεις την δυνατότητα να το πετάξεις και να φτάσει κάπου μακριά. Αφού το πιάσουν αυτοί στους οποίους το ρίχνεις, συνδέεις στην άκρη που κρατάς, έναν κάβο ή και ότι άλλο θέλεις να τους δώσεις. Σαν πρόχειρο σκοινάκι που είναι, προσφέρεται για πολλές βοηθητικές δουλειές (παράφραση του Αγγλικού heaving line).

61. Βαρδιόλα = Ο χώρος δεξιά κι αριστερά της γέφυρας στον οποίο κάνει βάρδια ο οπτήρας.

62. Παλινώριο = Ο συνδυασμός επαναλήπτη πυξίδος ( ή γενικά πυξίδος) με έναν αζιμουθιακό κύκλο, με την χρήση των οποίων παρατηρείς στις πόσες μοίρες βλέπεις ένα αντικείμενο, φανάρι, ακρωτήριο, καράβι κλπ.

63. Ντέκ = Κατάστρωμα (από το αγγλικό deck – κατάστρωμα).

64. Πεταλούδες πόρτας = Μεταλλικοί σφιχτήρες που υπάρχουν πάνω σε μία μεταλλική υδατοστεγή πόρτα, με την χρήση των οποίων την κλείνεις υδατοστεγώς.

65, Μπλουμές = Κάθετο (μεταλλικό) τοίχωμα του καραβιού.

66. Ρεμέντζο = Οι μανούβρες προσδέσεως του καραβιού. Χώρος ρεμέντζου = χώρος που γίνονται οι μανούβρες προσδέσεως του καραβιού (πλώρα ή πρύμα)

67. Παράλλαξη = Περνώ ακριβώς δίπλα από κάτι, φανάρι, νησί κλπ και το έχω 90 μοίρες δεξιά ή αριστερά μου.

68. Χρονοναύλωση = Η ναύλωση του πλοίου για ορισμένο χρονικό διάστημα σε κάποιον ναυλωτή, με δικαίωμα να το φορτώνει – ξεφορτώνει νόμιμα φορτία με δικά του έξοδά και φροντίδα, σε λιμάνια που ευρίσκονται εντός προκαθορισμένων ορίων και μόνον, έναντι ορισμένου ημερησίου τιμήματος. Όλα τα καύσιμα του πλοίου, λιμενικά έξοδα, έξοδα πρακτόρων κλπ βαρύνουν επίσης τον χρονοναυλωτή.

69. Σούπερ κάργκο = Άνθρωπος των ναυλωτών, επιφορτισμένος με την κατάρτιση πλάνου στοιβασίας του καραβιού και την υποχρέωση να κατευθύνει τους εργάτες φορτωεκφορτώσεως για την σωστή στοιβασία ή και φορτοεκφόρτωση του καραβιού.

70. Σαμπανιά = Δέσμη ή πακέτο φορτίου, που συγκρατείται με διάφορα δεσίματα και είναι έτοιμη, αναρτημένη σε σύρματα, σκοινιά ή δίχτυ, να ανυψωθεί και να φορτωεκφορτωθεί.






M/V KRITI PLATINUM


M/V KRITI PLATINUM (χαρακτηριστικά του)

Τύπος πλοίου: Γενικό φορτίο

Μήκος: 146 μέτρα

Πλάτος: 25 μέτρα

Φορτίο: 20475 τόνοι

Έτος Ναυπηγήσεως: 1987


Σημείωση 2: Κάποιοι χρονοναυλωτές προκειμένου να ναυλώσουν ένα καράβι, ζητούν και λαβαίνουν από τους διαχειριστές του καραβιού το δικαίωμα να αλλάξουν το όνομα του για την περίοδο της χρονοναύλωσης. Αυτός είναι και ο λόγος που βλέπουμε κατά περιόδους το ίδιο καράβι να έχει διαφορετικό όνομα από αυτό που το ίδιο αρχικά είχε, όπως ανωτέρω το KRITI PLATINUM.


Σταύρος Γ. Δάγλας



Olympic Phaethon


Αδερφό πλοίο του KRITIGARNET που παρέλαβα από τα ναυπηγεία to 1983

(υπηρέτησα και στο KRITI CORAL)


Bavaria, είναι το Kriti Gold (στο οποίο υπηρέτησα) με αλλαγμένο το όνομα

Πλάνο γενικής διάταξης του καναδέζικου Λίμπερτυ Διακρίνονται: το ενδιάμεσο κατάστρωμα (tween deck – Twn deck) και η σήραγγα του άξονα προπέλας (shaft tunnel)


Δεξιά: Ειδικός κρίκος - σοφό για την απλότητα του κατασκεύασμα - που ενώνει δύο τμήματα καδένας αγκύρας


αρίθμηση κλειδιών καδένας πλοίου


Ο κόκκινος κρίκος είναι αυτός που συνδέει δύο τμήματα καδένας (κλειδιά), ο αριθμός του κλειδιού φαίνεται από τον αριθμό των άσπρων κρίκων, δεξιά και αριστερά του κόκκινου κρίκου.

Εδώ βλέπουμε: το κλειδί Νο.(1) στην πρώτη σειρά και το Νο.4 στην τέταρτη εκ των κάτω.



Μπαλόνια τύπoυ ΥΟΚΟΗΑΜΑ


πόρτα υδατοστεγής



bottom of page