Στις 14 Σεπτεμβρίου του 1961, εξεφορτώναμε παλιοσίδερα με το καράβι NEMEA, (πρώην SEA ISLE), στο λιμάνι του Τόκυο, δεμένοι στις σημαδούρες*. Κατά τις εννιά - δέκα η ώρα το πρωί, μας πληροφόρησαν οι τοπικές αρχές ότι πλησιάζει τυφώνας (κυκλώνας), ο οποίος θα περνούσε από πάνω μας. Είναι πάγια τακτική τους στις περιπτώσεις αυτές, να βγάζουν τα πλοία από τα λιμάνια. Το θεωρούσαν και το θεωρούν, πιο ασφαλές αυτό, τόσο για τα λιμάνια όσο και τα πλοία. Έπρεπε επομένως κι εμείς ν’ αφήσομε την θέση μας το γρηγορότερο και να πάμε στο, ευτυχώς για μας, διαθέσιμο αγκυροβόλιο του κόλπου, μέχρις ότου περάσει ο τυφώνας.
Αμέσως επέσαμε με τα μούτρα, στις ετοιμασίες του καραβιού, λες και θα βγαίναμε στον ωκεανό. Γρήγορα απομακρύνθηκαν από τα πλευρά μας και οι μαούνες που έπαιρναν το φορτίο μας και λίγο αργότερα αφήναμε το μέσα λιμάνι. Πλοηγούμενοι, επήγαμε σε προκαθορισμένο σημείο, μέσα στον κόλπο του Τόκυο, κάπου προς την πλευρά της Τσίμπας, όπου εφουντάραμε* και τις δύο άγκυρες, την αριστερή με 6 κλειδιά* και την δεξιά με 4 (νομίζω ότι καλά θυμάμαι). Εδώ, μας είπε ο πιλότος θ’ αντιμετωπίσετε τον τυφώνα, που όπου να ‘ναι έρχεται. Να είσαστε σε πλήρη ετοιμότητα ανά πάσα στιγμή, για οτιδήποτε κι έφυγε.
Επειδή το ίδιο έγινε και με τα καράβια, που υπήρχαν στα άλλα λιμάνια της ευρύτερης περιοχής του κόλπου (Υοκοσούκα, Υοκοχάμα, Καβασάκι, Τσίμπα, Κισαράζου κλπ), η όλη αγκαλιά του, γέμισε από πυκνά αγκυροβολημένα πλοία. Αυτό δεν ευχαριστούσε κανέναν καπετάνιο, διότι εάν κάποιο καράβι έσερνε τις άγκυρές του όταν θ’ αγρίευε ο καιρός, υπήρχε περίπτωση να πέσει πάνω σε κάποιο άλλο ή και άλλα παραπλήσια, με άκρως δυσάρεστες συνέπειες. Έστω κι έτσι όμως, αναγνώριζαν ότι ήταν καλλίτερα εκεί, από το να αντιπάλευαν τον τυφώνα στο ανοιχτό πέλαγος.
Ο ερχομός του άρχισε να γίνεται γρήγορα αισθητός. Κύριος μάρτυράς του, το βαρόμετρο, που πήρε τον κατήφορο για τα καλά και η αναπνοή μας που άρχισε προοδευτικά να δυσχεραίνει λόγω της χαμηλής βαρομετρικής πίεσης, με αποτέλεσμα ν’ αναπνέομε όλο και πιο πολύ με το στόμα. Έπειτα ο ουρανός. Τα σύννεφά χαμήλωναν συνέχεια και γίνονταν όλο πιο μαύρα και πυκνά. Που και που έφερναν ανεμόβροχο, ενώ ο ορίζοντας γίνονταν μουντός. Ο αέρας δυνάμωνε προοδευτικά, στην αρχή τουλάχιστον.
Ο ανθυποπλοίαρχος, έλεγχε το στίγμα του πλοίου, διοπτεύοντας* τα φανάρια και τον πασιφανή πύργο του Τόκυο, ύψους 333 μέτρων. Για την ώρα παράμενε αναλλοίωτο. Η αγωνία των αξιωματικών γέφυρας ήταν, πως θα το ελέγχανε, όταν τα σημάδια αυτά θα κρύβονταν μέσ’ τη θολούρα που θα ‘φερνε ο ερχομός του κύριου τυφώνα. Αν είχαμε βέβαια ραντάρ, τα πράγματα θα ήταν ευκολότερα. Ατυχώς, δεν είχαμε την πολυτέλεια αυτή, όπως και περισσότερο από τα μισά εμπορικά πλοία που κυκλοφορούσαν τότε (εδώ και αρκετά χρόνια κάθε πλοίο φέρει υποχρεωτικά δύο ραντάρ).
Θυμάμαι ότι είχα την βάρδια 12-4 ως ναύτης. Κατά τις μία μετά το μεσημέρι, επήρα εντολή από τον καπετάνιο να πιάσω το τιμόνι. Μου όρισε πορεία, τη διεύθυνση που είχαν οι καδένες των δύο αγκυρών, ουσιαστικά δηλαδή, ενάντια στον άνεμο. Επειδή όμως δεν είχα την όση ορατότητα χρειαζόταν για ν’ ακολουθώ την εντολή του, με διόρθωνε κάθε τόσο, ανάλογα με τις πληροφορίες που λάβαινε κι αυτός με το τηλέφωνο, από τους ανθρώπους που παρακολουθούσαν τις άγκυρες, στην πλώρη του καραβιού. Με την βοήθεια της μηχανής του πλοίου (ατμοστρόβιλος), που την έβαλε να δουλεύει πρόσω με λίγες στροφές, αυτό ήταν σχετικά εύκολο στην αρχή και η πίεση του ανέμου πάνω στο πλοίο και κατ’ επέκταση στις καδένες του, σχεδόν εξουδετερώνονταν.
Σαν πέρασε λίγη ώρα όμως, τα πράγματα άλλαξαν. Το σφύριγμα και η ένταση του ανέμου άρχισε να δυναμώνει κάθε λίγα λεπτά, κατ’ άλλους με τον τρόπο που δυναμώνει το σφύριγμα πεπιεσμένου αέρα, όταν ανοίγεις κλιμακωτά την στρόφιγγα που τον παγιδεύει και κατ΄ άλλους, όπως το απότομα δυνάμωμα της φωνής ραδιοφώνου, του οποίου η βελόνα συντονίσθηκε σε παράσιτα. Εκεί που έλεγα, δε γίνεται – δεν είναι δυνατόν να ουρλιάξει ο αέρας ακόμη περισσότερο, συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο. Προς μάθησή μου, πάντα υπήρχε περιθώριο για το χειρότερο.
Η θάλασσα απόκτησε ορμή, αλλά παρά τις ακούραστες προσπάθειες του ανέμου να την ξεσηκώνει, παράμενε υποφερτή. Το περιορισμένο πλάτος του κόλπου βλέπεις, γύρω στα δέκα μίλια, όπως και το σχετικά μικρό βάθος της θαλάσσης, δε προσφέρονταν για να χτισθεί ψηλό κύμα.
Κάποια στιγμή το σφύριγμα του ανέμου επήρε τέτοια ένταση απότομα, τόσο συνεχή, δίχως ανεβοκατεβάσματα, που αυθόρμητα έφτανε στο στόμα σου το παρακάλι, Θεέ μου βόηθα. Νόμιζες ότι θα σηκώσει το ακομοντέσιο*. Η θάλασσα όσο φαίνονταν, έγινε κάτασπρη σαν γάλα.
Εδώ είμαστε, είπε σκεφτικός ο καπετάνιος, μπήκαμε για τα καλά στο χορό κι εκούνησε το κεφάλι του. Τα σύννεφα μετά απ’ αυτό, άρχισαν να γρεμοτσακίζονται από τους τριγύρω λόφους και να ορμούν με απίστευτη ταχύτητα χαμηλά πάνω από τον κόλπο και τα καράβια που προστάτευε. Τα περισσότερα κουβάλαγαν χοντρή βροχή. Ο αέρας και μαζί η θάλασσα, άρχισαν να σπρώχνουν το καράβι προς τα πίσω με απίστευτη δύναμη και οι καδένες του φερμάριζαν τριζοβολώντας και ξενερίζοντας, για μέτρα πολλά, πάρα πολλά. Σου θύμιζε τρομοκρατημένο άλογο που προσπαθούσε να κόψει τα γκέμια που το είχαν δέσει (τις καδένες εδώ), κάνοντας κινήσεις προς τα πίσω ξέφρενες.
Η προσπάθειά μας, να χαλαρώσομε την ένταση των καδενών, με κίνηση της μηχανής προς τα εμπρός, καθώς και με το τιμόνι, αρκετές φορές έφερνε το αντίθετο αποτέλεσμα. Ερχότανε στιγμές που το καράβι σχεδόν διπλάρωνε* στον καιρό και οι καδένες έπαιρναν διεύθυνση κάπου ενενήντα μοίρες κάθετα στην πλώρη, οπότε στην αντίσταση του ανέμου και του κύματος πάνω στο πλοίο και κατ’ επέκταση στις καδένες του, προστίθονταν και η δύναμη της μηχανής. Αν έγκαιρα δε την σταματούσαμε, το λιγότερο κακό που θα γίνονταν, ήταν να σύρουν οι άγκυρες, αν δυνατά όμως είχαν πιάσει στον βυθό και δεν έσερναν, υπήρχε πιθανότητα ακόμη και να κοπεί κάποια καδένα.
Παρ’ όλ’ αυτά επαληθευόταν άλλη μια φορά η παροιμία, πως το χειρότερο λιμάνι, είναι το καλλίτερο πέλαγος. Δε λέω, αντιμετωπίζαμε δυσχέρειες, αλλά συγχρόνως νιώθαμε και ασφαλείς μέσα στον κόλπο. Ο νους μου πήγαινε συνέχεια στα όποια καράβια βρίσκονταν την ώρα εκείνη στον ωκεανό, αγκαλιά με τον κυκλώνα και η ζωή των πληρωμάτων τους παιζόντανε κορόνα γράμματα. Άσχημες σκέψεις, σου τις επιβάλουν όμως οι συνθήκες και δεν αποδιώχνονται εύκολα……
Μόλις άρχισε να σκοτεινιάζει, ένα Ιταλικό φορτηγό, το PRIMAVERA, που ήταν φουνταρισμένο κοντά σ’ εμάς και διέθετε ραντάρ, μας πληροφόρησε με φωτεινά σήματα μορς (ραδιοτηλέφωνα VHF δεν υπήρχαν τότε), ότι η απόσταση μεταξύ των πλοίων μας ελαττώνεται, διότι το δικό μας πλοίο, έσερνε τις άγκυρές του.
Αυτό ήταν ένας έξτρα πονοκέφαλος για τον καπετάνιο. Με επιδέξιες όμως κινήσεις μηχανής και τιμονιού, εκράτησε το πλοίο μας σε ασφαλή απόσταση από τ΄ άλλα αγκυροβολημένα πλοία, μέχρι που πέρασε το κακό, περίπου κατά τα μεσάνυχτα. Τις πρώτες πρωινές ώρες ο τυφώνας επέρασε - είχε γίνει παρελθόν, η θάλασσα μπουνατσάρισε και πολλά καράβια εβιράρισαν* την μία από τις δύο άγκυρες που είχαν φουντάρει για να μη στρίψουν οι καδένες τους σε τυχόν γυρίσματα του καραβιού. Ζημίες ούτε εμείς πάθαμε, ούτε κανένα άλλο καράβι τριγύρω άκουσαμε να έπαθε. Ας ήταν καλά η προστατευτική αγκαλιά του κόλπου. Παρ’ όλο ότι είδαμε «όνυχα του λέοντος μόνον και ουχί τον ίδιο τον λέοντα», ήταν αρκετό για να θυμόμαστε στο υπόλοιπο της ζωής μας, αυτό το απίστευτης δύναμης και βίας ξέσπασμα της φύσης, που πέρασε από πάνω μας.
Το πρωί, τα πλοία επέστρεψαν στο μέσα λιμάνι με την βοήθεια των πιλότων, για να συνεχίσουν τις εργασίες τους. Η πρώτη κουβέντα του δικού μας πιλότου, όταν ανέβηκε στη γέφυρα, ήταν για την απίστευτη έκταση των καταστροφών που προκάλεσε στην πόλη ο τυφώνας.
Αξέχαστη μου έμεινε η έκφρασή που έπαιρνε το πρόσωπό του, κάθε φορά που αναφέρονταν στον τυφώνα. Διάβαζες σ’ αυτό ένα είδος δέους, προερχόμενο, όπως είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω πολλές φορές αργότερα, από την πικρή εμπειρία που απέκτησαν οι κάτοικοι των νησιών της Ιαπωνίας, συμβιώνοντας ανέκαθεν με τους τυφώνες.
Δείγμα των καταστροφών που μας περιέγραψε ο πιλότος, είδαμε στις φωτογραφίες της αγγλόφωνης εφημερίδας που ο ίδιος έφερε στον καπετάνιο, όπως και στις Ιαπωνέζικες που έφεραν μαζί τους οι εργάτες, όταν ανέβηκαν στο πλοίο αργότερα. Ένα ρημαδιό παντού.
……………………………
Σε κουβέντα μου έναν χρόνο αργότερα, το 1962, με τον Γιώργο τον Γλυκή (Καράκαλο), από τον Κάλαμο της Λευκάδας, που είχε μπαρκάρει στο καράβι μας ως ναύτης, αναφέρθηκα στον κυκλώνα που περιγράφω πιο πάνω.
Λες και τον κέντρισα σ’ ευαίσθητό σημείο, μου πήρε την κουβέντα απ’ το στόμα και συνέχισε αυτός:
Τυχεράκηδες, εσείς τον φάγατε στο λιμάνι. Τι να πούμε κι εμείς, που μία μέρα πρωτύτερα, με το λίμπερτυ Μαρία Σταθάτου, ανοιχτά της Γιοκοχάμας, στον ωκεανό, ευρεθήκαμε αγκαλιά με τον ίδιο κυκλώνα που εσύ τώρα μου λες. Ένας Θεός ξέρει πως γλιτώσαμε. Εγώ νομίζω ότι τη σκαπουλάραμε*, συνέχισε, επειδή είχαμε αφήσει για κάποιους λόγους γραφειοκρατικούς, 500 τόνους φορτίο έξω και το καράβι έφυγε απ’ το λιμάνι φορτώσεως για ταξίδι, λάσκο*. Βούταγε στο κύμα κατά 500 τόνους πιο ελαφρύ, τό ‘βλεπες ότι είχε δύναμη να ξενερίσει, όταν αυτό το σκέπαζε... Ετρίζανε όμως τόσο πολύ οι λαμαρίνες και τα κόκαλά του, που χίλιες φορές είπαμε ότι δε θ’ άντεχε… Θεέ μου, πότε και πως φκιάχτηκε αυτό το κύμα; … Κι εκείνος ο αέρας, τι ήτανε αυτό; να σε πάρει. Άκου να γελάσεις τι έγινε στη γέφυρα: Ο καπετάνιος μας, ο Γιάννης ο Νιφόρος (Μπακατσόλας – αυτό το παρατσούκλι δεν γράφεται, μόνον μεταξύ) απ’ το χωριό μου, εστεκόντανε στο φτερό* της, πιασμένος με τα δυό χέρια απ΄ την κουπαστή και παρακολουθούσε το καράβι μπροστά. Ο ανθυποπλοίαρχος της βάρδιας που ήταν μέσα στη γέφυρα, θέλησε να πάει δίπλα του, να δει κι αυτός πιο καθαρά τι γίνεται έξω, γιατί τα φιλιστρίνια θόλωναν απ’ τ’ ανεμόβροχο. Με βήματα προσεκτικά λοιπόν και πιανόμενος απ’ όπου ημπορούσε για να μην πέσει από το μεγάλο μπότζι και τα σκαμπανεβάσματα του καραβιού, έφθασε δίπλα στον καπετάνιο. Το σώμα του όμως, προστατευμένο μέχρι πριν μια στιγμή μέσα στον κλειστό χώρο της γέφυρας, δεν είχε προλάβει να προσαρμοσθεί στις συνθήκες που επικρατούσαν απέξω. Έτσι όταν σήκωσε το ένα χέρι να πιαστεί από την κουπαστή, με τον τρόπο που θα έκανε την κίνηση αυτή κάτω από κανονικές συνθήκες, του το ΠΗΡΕ ο αέρας και ….. τράβηξε ένα ξεγυρισμένο χαστούκι…. του καπετάνιου!
Ξαφνιασμένος ο καπετάνιος έψαχνε να βρει από πού τού ‘ρθε. Βλέπει δίπλα του έναν καταντροπιασμένο ανθυποπλοίαρχο, που με μπερδεμένα λόγια προσπαθούσε να του εξηγήσει τι έγινε και ζητούσε με κατεβασμένο το κεφάλι συγνώμη…
Μισογελώντας ο καπετάνιος του είπε: Σ’ ευχαριστώ παιδί μου… και φυσικά το θέμα εκεί ετελείωσε.
……..
Την άλλη μέρα έφθασαν στην Ιαπωνία ασφαλείς.
Σημείωση
Πιο πέρα από εμάς, την ίδια μέρα, είχε φουντάρει* το λίμπερτυ CABANOS, στο οποίο υπηρετούσε ο αδερφός μου ο Σπύρος ως λοστρόμος, ο Μήτσος ο Πάλμος (Πανούρος) ως ναύτης και ο Βησσαρίας ο Καββαδάς (Μάλιος) ως καθαριστής μηχανής. Σε κουβέντα μου με τον αδερφό μου Σπύρο για τον τυφώνα αυτό, στις 23-1-2010, μου είπε ότι όσες ώρες περνούσε ο τυφώνας από πάνω μας, αυτός με τον Μήτσο τον Πάλμο ευρίσκονταν στην πλώρη του CABANOS και έδιναν πληροφορίες στην γέφυρα με το τηλέφωνο, σχετικά με τις άγκυρες. Απάγκιαζαν, όσο αυτό ήταν δυνατό, στο παραπετάκι της πλώρης, για να μη τους βγάλει τα μάτια ο αέρας, η βροχή και τα τσιμαρόλια της θάλασσας, κοιτάζοντας τις καδένες από το όκιο* τύπου πάναμα που είχε κατάπλωρα. Την θυμόντανε ως μία φρικτή βραδιά.
Γλωσσάρι
Σημαδούρες
εδώ, σημαδούρες ποντισμένες μέσα στο λιμάνι, στις οποίες έδεναν τα πλοία από την πλώρη και την πρύμνη και φορτοεκφόρτωναν σε μαούνες, επειδή το λιμάνι δεν διέθετε αρκετές προβλήτες.
Κλειδί
εδώ, υποδιαίρεση της καδένας άγκυρας του πλοίου. Ένα κλειδί του εμπορικού ναυτικού έχει μήκος 15 οργιές ή 27.45 μέτρα.
Φουντάρω
ποντίζω την άγκυρά.
Διοπτεύω
παρατηρώ μέσω πυξίδας, στις πόσες μοίρες ευρίσκεται κάποιος στόχος.
Ακομοντέσιο
ο χώρος ενδιαιτήσεως του πληρώματος
Διπλαρώνω
εδώ, φέρνω τον καιρό και το κύμα στο πλάγιο του πλοίου.
Βιράρω την άγκυρα
παίρνω μέσα την άγκυρα.
Σκαπουλάρω
εδώ, γλιτώνω, ξεφεύγω.
Λάσκο
εδώ, όχι πλήρως φορτωμένο, ξαλαφρωμένο.
Φτερό της γέφυρας
Προέκταση του καταστρώματος γέφυρας, δεξιά και αριστερά αυτής, με αντιανεμικά παραπέτα. Φτάνει μέχρι τις πλευρές του πλοίου, έχει ανεμπόδιστη θέα και προσφέρεται για τις όποιες παρατηρήσεις.
Σέρνει
εδώ, το καράβι τραβάει, παρασύρει την άγκυρα ή τις άγκυρές του.
‘Οκιο
εδώ στρογγυλό άνοιγμα του παραπέτου, μάτι.
Τσιμαρόλι
ποσότητα θαλασσινού νερού που σηκώνεται στον αέρα μετά το ξέσπασμα του κύματος στο πλοίο και παρασύρεται βίαια από τον άνεμο.
Comments